Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009
Με όπλο μας την αλήθεια της ιστορίας…
Τριάντα έξι χρόνια από το ξέσπασμα της κοινωνικής εξέγερσης τον Νοέμβρη του 1973. Εβδομήντα χρόνια από το τέλος της κοινωνικής επανάστασης στην Ισπανία.
Και όμως, παρ’ ό,τι απομακρυνόμαστε ολοένα και περισσότερο χρονικά από τέτοια γεγονότα, τόσο πιο κοντά σπεύδουμε πολλές φορές να έρθουμε για να αντλήσουμε ακόμα «κάτι» παραπάνω. Να σκύψουμε και να δούμε «τι δεν πήγε καλά», αλλά και τι οφείλουμε να διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού.
Για τους αναρχικούς η ανάγκη αυτή δεν πηγάζει από καμία «προγονολατρεία» ή από την θέληση να αγιοποιήσουν γεγονότα και καταστάσεις φέρνοντας στην επιφάνεια ότι είναι αρεστό και θάβοντας ακόμα περισσότερο τις ενοχλητικές πλευρές των πραγμάτων. Σ’ αυτή την κατεύθυνση αρέσκονται να κινούνται και μάλιστα με επιτυχία οι κάθε είδους εξουσιαστές.
Οι προσπάθειες των ανθρώπων να απαλλαγούν από τα δεσμά κάθε εξουσίας, όπως και οι προσπάθειες άλλων να αντικαταστήσουν την μια διακυβέρνηση με μια άλλη δυστυχώς πολλές φορές συγχέονται, αλληλοκαλύπτονται, παρ’ ότι είναι φανερό και στον πιο αδαή ότι δεν μπορεί παρά να ανταγωνίζονται και μάλιστα με ευδιάκριτους τρόπους. Το γεγονός αυτό, αλλά και η υποτίμηση του, η προσφυγή στην εξήγηση των «μεμονωμένων λαθών», ή ακόμα και η υιοθέτηση λογικών περί αναγκαίων «τακτικών ελιγμών» και «συστράτευσης με το μικρότερο κακό», είναι οι κύριες αιτίες του εγκλωβισμού τόσων και τόσων απελευθερωτικών εγχειρημάτων των αναρχικών.
Από την πλευρά της η κυριαρχία έχει βρει τους τρόπους να προβαίνει στις αναγκαίες για την διαιώνισή της διορθωτικές κινήσεις. Τα πρόσωπα και οι μηχανισμοί που την εκφράζουν έχουν δείξει ότι το πρόβλημα δεν είναι οι μορφές διακυβέρνησης που έχουν επιλεγεί ιστορικά, αλλά η συνολική μέθοδος σταθεροποίησης της ισχύος της και της επιβολής της στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Πόσες και πόσες φορές η παραπαίουσα εξουσία των πολιτικών οδήγησε στην εδραίωση εκείνης των στρατιωτικών πραξικοπημάτων. Πόσες και πόσες φορές, σε πόσα διαφορετικά μέρη και χρόνους δεν περάσαμε, άλλοτε αναίμακτα και άλλοτε όχι, από τα στρατιωτικά πραξικοπήματα στον «θρίαμβο» των εκλογών και της δημοκρατίας. Πόσες και πόσες αυταπάτες δεν δημιούργησε, αλλά και γκρέμισε, έστω πρόσκαιρα, αυτή η εναλλαγή. Σε πόσες και πόσες περιπτώσεις ακόμα και αυτή η κυριαρχική ιστοριογραφία δεν φέρνει στην επιφάνεια, όταν βέβαια το επιτρέπουν «τα πολιτικά ήθη και ανάγκες», την αγαστή συνεργασία των «διωκόμενων» πολιτικών με τους πραξικοπηματίες πριν και μετά από την επιβολή μιας χούντας.
Οι αναρχικοί δεν έχουν πάψει να ξεκαθαρίζουν, λοιπόν, ότι το ζητούμενο για τους εξουσιαστές σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι η ενίσχυση του κράτους και των μηχανισμών του, αλλά και η διατήρηση του κοινωνικού ελέγχου.
Στις μέρες μας όμως όλο και περισσότερες θεμελιώδεις αναρχικές αντιλήψεις είναι οικείες σε ανθρώπους που ούτε ως αναρχικοί αυτοπροσδιορίζονται, αλλά και ούτε δρουν ως τέτοιοι.
Μήπως έχουν θολώσει τα δημοκρατικά οράματα, οι αξίες και οι κοινωνικές ευαισθησίες των πολιτικών; Δεν υπήρχαν ποτέ; Όποιοι τα αναζητήσουν μπορούν να τα βρουν. Εμείς δεν τα γυρέψαμε ποτέ. Μπορεί ο καθένας να τα δει στα πρόσωπα και τις υποσχέσεις των κρατικών υπευθύνων, και των κομματαρχών της ΝΔ και του Πασοκ, που μεταπολιτευτικά υποσχέθηκαν «ευημερία, κοινωνική δικαιοσύνη, εθνική ανεξαρτησία» και άλλα τινά. Μπορεί κανείς να δει αυτά τα δημοκρατικά οράματα στην νομιμοποίηση του ΚΚΕ από τον Καραμανλή, που επιβράβευσε έτσι την «νηφάλια» και «συγκρατημένη» παρουσία του κατά την διάρκεια της δικτατορίας. Μπορεί να ψάξει τα ίχνη τους στους δικαιωμένους της «εθνικής αντίστασης», που επιτέλους αναγνωρίσθηκαν και συνταξιοδοτήθηκαν ως τέτοιοι για να ξορκιστεί και συνταξιοδοτηθεί μαζί τους το πνεύμα της κοινωνικής ανταρσίας.
Ψάχνουν και οι ίδιοι οι εξουσιαστές πως θα διορθωθεί το «κακό», δηλαδή η ολοένα και μεγαλύτερη κοινωνική περιφρόνηση στα κόμματα και στην πολιτική, αλλά και στους ίδιους τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Έχουν αρχίσει ήδη να καταπολεμούν την «αρρώστια» με κάθε είδους αμεσοδημοκρατικό φάρμακο, φτάνει να καταπιούν οι αφελείς το χάπι της συμμετοχικότητας, φτάνει να αρκεστούν άλλοι σε ένα ξεροκόκκαλο της εξουσιαστικής πίττας. Εμφανίζονται και πάλι έτοιμοι να τα δώσουν όλα για το «κοινό καλό», παραμερίζοντας τους «διεφθαρμένους», στέλνοντας σπίτι τους «τους ανίκανους», απομονώνοντας τους προκλητικά ευημερούντες. Και όπως πάντα φροντίζουν να εξασφαλίζουν τα απαραίτητα αριστερά στηρίγματα.
Ο Σεμπαστιέν Φωρ, ένας γάλλος αναρχικός είχε επισημάνει χαρακτηριστικά: «Έχω επίγνωση του γεγονότος ότι δεν είναι πάντοτε εφικτό να κάνεις αυτό που θα έπρεπε, γνωρίζω ωστόσο ότι υπάρχουν πράγματα που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να κάνεις». Σ’ αυτό ακριβώς το πνεύμα θα συνεχίσουμε να στεκόμαστε δίπλα σε τόσους και τόσους συντρόφους, που προτίμησαν ιδιαίτερα σε χαλεπούς καιρούς να μένουν προσηλωμένοι σε «αρχικές» αναρχικές αντιλήψεις, όπως αυτές του αυτοσεβασμού, της άρνησης αποδοχής λογικών και πρακτικών που εμπνέονται από την ρήση «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», αλλά και κάθε είδους συνεργασιών και στήριξης κομμάτων μικρών ή μεγάλων. Δεν συμμετέχουμε σε καμία εκλογική διαδικασία, αλλά και δεν στηρίζουμε κανέναν που συμμετέχει σ’ αυτές και σε καμία περίπτωση.
Δεν ερχόμαστε να υποστηρίξουμε μια μορφή κυβέρνησης έναντι μιας άλλης. Και το εννοούμε.
Η πολιτική, αλλά και ο συνδικαλισμός θεωρούμε, ακράδαντα, ότι κατευθύνονται με αδιάλειπτο τρόπο στην πειθάρχηση και στον καταναγκασμό των ανθρώπων. Δεν συναινούμε, λοιπόν, και δεν θα συναινέσουμε για κανένα λόγο στην υιοθέτηση τους από τους αγωνιζόμενους ανθρώπους. Ο καταναγκασμός άλλοτε είναι άμεσος και άλλοτε έμμεσος. Γι’ αυτό και η πολιτική βασίζεται πολλές φορές στα τετελεσμένα γεγονότα που επιβάλλονται πλέον ως η μόνη εφικτή πραγματικότητα στους καταπιεσμένους.
Θα επιμείνουμε πεισματικά ότι οι αναρχικές αντιλήψεις και πρακτικές δεν αποτελούν μέρος της αριστεράς, δεν συνιστούν την «ακραία» πτέρυγα της και ζημιώνονται ανεπανόρθωτα, όταν στηρίζονται σε αριστερά «δεκανίκια». Οι αναρχικοί, για εμάς, δεν έχουν κανένα λόγο να συμμετέχουν ή να συμβάλλουν με οποιονδήποτε τρόπο σε «αγώνες» γενικά και αόριστα. Δεν είμαστε γενικά και αόριστα «αγωνιστές», δεν είμαστε γενικά και αόριστα «επαναστάτες».
Οι κάθε είδους αδιαμεσολάβητες εκφράσεις της αλληλεγγύης μας σ’ όσους διώκονται και σ’ όσους υφίστανται την κρατική καταστολή, δεν αποτελούν την εναλλακτική λύση, όταν δεν προχωρούν πολιτικά παζάρια και διακανονισμοί. Για να απελευθερωθούν 33.000 κρατούμενοι που αιχμαλωτίστηκαν ύστερα από την άγρια καταστολή της εξέγερσης των Αστουριών το 1934, οι αναρχικοί έδωσαν την εξουσία στα κόμματα της αριστεράς πεπεισμένοι ότι σε εκείνες τις συνθήκες αντιπροσώπευσαν το «μικρότερο κακό». Οι ίδιες λογικές οδήγησαν αργότερα στο φαινόμενο των «αναρχικών» υπουργών.
Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι σε κάθε εποχή σε κάθε τόπο πριν και μετά από κάθε κοινωνική εξέγερση ή και επανάσταση εκφράζονται με παρόμοιο τρόπο αυτές οι απόψεις από ανθρώπους «πρακτικούς και ρεαλιστές», που «ξέρουν να ζυγίζουν» τις κινηματικές ανάγκες και να διαπραγματεύονται για την επίτευξη των στόχων που θέτουν ως «προτεραιότητα». Αν είναι αριστεροί, απλά επιβεβαιώνουν την ιδεολογία που υπηρετούν. Και αν είναι αναρχικοί, όπως στο παραπάνω παράδειγμα, θα ρωτήσει κάποιος; Απλά δεν μπορεί κανείς να φορά δύο σκούφους για να καλύψει το κεφάλι του. Θα πρέπει να διαλέξει.
Από πλευράς μας θέλουμε η αναρχία, οι αναρχικές αντιλήψεις και πρακτικές να αποτελέσουν την μόνιμη συζήτηση, τόσο ανάμεσα μας όσο και ανάμεσα σε τόσους και τόσους αγωνιζόμενους που αρνούνται να συγκαταλέγονται ως τα «ορφανά» της αριστεράς, επίσημης ή ανεπίσημης, ορθόδοξης ή «ανορθοδόξης».
Και μια επισήμανση ακόμη.
Το ήθος και η αδελφοσύνη μπολιάζουν κάθε αναρχική στάση και συμπεριφορά. Την ηθική την χαρίζουμε σε κάθε εξουσιαστή μικρό ή μεγάλο, αφού ήταν και παραμένει πηγή καταναγκασμών και ανελευθερίας, πεδίο πειθάρχησης και δουλείας. Το γεγονός όμως αυτό δεν μπορεί να γίνεται αφορμή να συγχέονται ανόμοιες καταστάσεις και συμπεριφορές. Οι αναρχικοί δεν είναι λάτρεις της λεγόμενης παραβατικότητας και του «εγκλήματος», είτε όπως το ορίζει το κράτος και οι νόμοι του, είτε τελικά όπως ορίζονται στο όνομα οποιασδήποτε «επαναστατικότητας».
Σε αντίθετη περίπτωση η σκόπιμη στρέβλωση που προκαλείται από την ιδεολογικοποίηση και μάλιστα κάθε «εγκληματικής» συμπεριφοράς μέσω της επαναστατικής ιεροποίησης της δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτή ούτε ως αναγκαίο κακό, ούτε για οποιονδήποτε άλλον λόγο.
Ο περασμένος Δεκέμβρης επιβεβαίωσε για μιαν ακόμη φορά ότι κάτω από το δέρμα της ιστορίας συνεχίζουν να χτυπούν οι φλέβες της εξέγερσης. Για εμάς αυτό, όμως, δεν φθάνει. Επειδή, θέλουμε να διανύσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται την απόσταση ανάμεσα σε μια κοινωνική εξέγερση και σε μια αναρχική επανάσταση. Γιατί δεν θα δεχθούμε ποτέ ως όρο ζωής την σκλαβιά, την ανελευθερία και την ανισότητα.
(Δημοσιεύτηκε από Συσπείρωση Αναρχικών)
http://www.anarchy.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=296&Itemid=1
Και όμως, παρ’ ό,τι απομακρυνόμαστε ολοένα και περισσότερο χρονικά από τέτοια γεγονότα, τόσο πιο κοντά σπεύδουμε πολλές φορές να έρθουμε για να αντλήσουμε ακόμα «κάτι» παραπάνω. Να σκύψουμε και να δούμε «τι δεν πήγε καλά», αλλά και τι οφείλουμε να διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού.
Για τους αναρχικούς η ανάγκη αυτή δεν πηγάζει από καμία «προγονολατρεία» ή από την θέληση να αγιοποιήσουν γεγονότα και καταστάσεις φέρνοντας στην επιφάνεια ότι είναι αρεστό και θάβοντας ακόμα περισσότερο τις ενοχλητικές πλευρές των πραγμάτων. Σ’ αυτή την κατεύθυνση αρέσκονται να κινούνται και μάλιστα με επιτυχία οι κάθε είδους εξουσιαστές.
Οι προσπάθειες των ανθρώπων να απαλλαγούν από τα δεσμά κάθε εξουσίας, όπως και οι προσπάθειες άλλων να αντικαταστήσουν την μια διακυβέρνηση με μια άλλη δυστυχώς πολλές φορές συγχέονται, αλληλοκαλύπτονται, παρ’ ότι είναι φανερό και στον πιο αδαή ότι δεν μπορεί παρά να ανταγωνίζονται και μάλιστα με ευδιάκριτους τρόπους. Το γεγονός αυτό, αλλά και η υποτίμηση του, η προσφυγή στην εξήγηση των «μεμονωμένων λαθών», ή ακόμα και η υιοθέτηση λογικών περί αναγκαίων «τακτικών ελιγμών» και «συστράτευσης με το μικρότερο κακό», είναι οι κύριες αιτίες του εγκλωβισμού τόσων και τόσων απελευθερωτικών εγχειρημάτων των αναρχικών.
Από την πλευρά της η κυριαρχία έχει βρει τους τρόπους να προβαίνει στις αναγκαίες για την διαιώνισή της διορθωτικές κινήσεις. Τα πρόσωπα και οι μηχανισμοί που την εκφράζουν έχουν δείξει ότι το πρόβλημα δεν είναι οι μορφές διακυβέρνησης που έχουν επιλεγεί ιστορικά, αλλά η συνολική μέθοδος σταθεροποίησης της ισχύος της και της επιβολής της στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Πόσες και πόσες φορές η παραπαίουσα εξουσία των πολιτικών οδήγησε στην εδραίωση εκείνης των στρατιωτικών πραξικοπημάτων. Πόσες και πόσες φορές, σε πόσα διαφορετικά μέρη και χρόνους δεν περάσαμε, άλλοτε αναίμακτα και άλλοτε όχι, από τα στρατιωτικά πραξικοπήματα στον «θρίαμβο» των εκλογών και της δημοκρατίας. Πόσες και πόσες αυταπάτες δεν δημιούργησε, αλλά και γκρέμισε, έστω πρόσκαιρα, αυτή η εναλλαγή. Σε πόσες και πόσες περιπτώσεις ακόμα και αυτή η κυριαρχική ιστοριογραφία δεν φέρνει στην επιφάνεια, όταν βέβαια το επιτρέπουν «τα πολιτικά ήθη και ανάγκες», την αγαστή συνεργασία των «διωκόμενων» πολιτικών με τους πραξικοπηματίες πριν και μετά από την επιβολή μιας χούντας.
Οι αναρχικοί δεν έχουν πάψει να ξεκαθαρίζουν, λοιπόν, ότι το ζητούμενο για τους εξουσιαστές σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι η ενίσχυση του κράτους και των μηχανισμών του, αλλά και η διατήρηση του κοινωνικού ελέγχου.
Στις μέρες μας όμως όλο και περισσότερες θεμελιώδεις αναρχικές αντιλήψεις είναι οικείες σε ανθρώπους που ούτε ως αναρχικοί αυτοπροσδιορίζονται, αλλά και ούτε δρουν ως τέτοιοι.
Μήπως έχουν θολώσει τα δημοκρατικά οράματα, οι αξίες και οι κοινωνικές ευαισθησίες των πολιτικών; Δεν υπήρχαν ποτέ; Όποιοι τα αναζητήσουν μπορούν να τα βρουν. Εμείς δεν τα γυρέψαμε ποτέ. Μπορεί ο καθένας να τα δει στα πρόσωπα και τις υποσχέσεις των κρατικών υπευθύνων, και των κομματαρχών της ΝΔ και του Πασοκ, που μεταπολιτευτικά υποσχέθηκαν «ευημερία, κοινωνική δικαιοσύνη, εθνική ανεξαρτησία» και άλλα τινά. Μπορεί κανείς να δει αυτά τα δημοκρατικά οράματα στην νομιμοποίηση του ΚΚΕ από τον Καραμανλή, που επιβράβευσε έτσι την «νηφάλια» και «συγκρατημένη» παρουσία του κατά την διάρκεια της δικτατορίας. Μπορεί να ψάξει τα ίχνη τους στους δικαιωμένους της «εθνικής αντίστασης», που επιτέλους αναγνωρίσθηκαν και συνταξιοδοτήθηκαν ως τέτοιοι για να ξορκιστεί και συνταξιοδοτηθεί μαζί τους το πνεύμα της κοινωνικής ανταρσίας.
Ψάχνουν και οι ίδιοι οι εξουσιαστές πως θα διορθωθεί το «κακό», δηλαδή η ολοένα και μεγαλύτερη κοινωνική περιφρόνηση στα κόμματα και στην πολιτική, αλλά και στους ίδιους τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Έχουν αρχίσει ήδη να καταπολεμούν την «αρρώστια» με κάθε είδους αμεσοδημοκρατικό φάρμακο, φτάνει να καταπιούν οι αφελείς το χάπι της συμμετοχικότητας, φτάνει να αρκεστούν άλλοι σε ένα ξεροκόκκαλο της εξουσιαστικής πίττας. Εμφανίζονται και πάλι έτοιμοι να τα δώσουν όλα για το «κοινό καλό», παραμερίζοντας τους «διεφθαρμένους», στέλνοντας σπίτι τους «τους ανίκανους», απομονώνοντας τους προκλητικά ευημερούντες. Και όπως πάντα φροντίζουν να εξασφαλίζουν τα απαραίτητα αριστερά στηρίγματα.
Ο Σεμπαστιέν Φωρ, ένας γάλλος αναρχικός είχε επισημάνει χαρακτηριστικά: «Έχω επίγνωση του γεγονότος ότι δεν είναι πάντοτε εφικτό να κάνεις αυτό που θα έπρεπε, γνωρίζω ωστόσο ότι υπάρχουν πράγματα που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να κάνεις». Σ’ αυτό ακριβώς το πνεύμα θα συνεχίσουμε να στεκόμαστε δίπλα σε τόσους και τόσους συντρόφους, που προτίμησαν ιδιαίτερα σε χαλεπούς καιρούς να μένουν προσηλωμένοι σε «αρχικές» αναρχικές αντιλήψεις, όπως αυτές του αυτοσεβασμού, της άρνησης αποδοχής λογικών και πρακτικών που εμπνέονται από την ρήση «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», αλλά και κάθε είδους συνεργασιών και στήριξης κομμάτων μικρών ή μεγάλων. Δεν συμμετέχουμε σε καμία εκλογική διαδικασία, αλλά και δεν στηρίζουμε κανέναν που συμμετέχει σ’ αυτές και σε καμία περίπτωση.
Δεν ερχόμαστε να υποστηρίξουμε μια μορφή κυβέρνησης έναντι μιας άλλης. Και το εννοούμε.
Η πολιτική, αλλά και ο συνδικαλισμός θεωρούμε, ακράδαντα, ότι κατευθύνονται με αδιάλειπτο τρόπο στην πειθάρχηση και στον καταναγκασμό των ανθρώπων. Δεν συναινούμε, λοιπόν, και δεν θα συναινέσουμε για κανένα λόγο στην υιοθέτηση τους από τους αγωνιζόμενους ανθρώπους. Ο καταναγκασμός άλλοτε είναι άμεσος και άλλοτε έμμεσος. Γι’ αυτό και η πολιτική βασίζεται πολλές φορές στα τετελεσμένα γεγονότα που επιβάλλονται πλέον ως η μόνη εφικτή πραγματικότητα στους καταπιεσμένους.
Θα επιμείνουμε πεισματικά ότι οι αναρχικές αντιλήψεις και πρακτικές δεν αποτελούν μέρος της αριστεράς, δεν συνιστούν την «ακραία» πτέρυγα της και ζημιώνονται ανεπανόρθωτα, όταν στηρίζονται σε αριστερά «δεκανίκια». Οι αναρχικοί, για εμάς, δεν έχουν κανένα λόγο να συμμετέχουν ή να συμβάλλουν με οποιονδήποτε τρόπο σε «αγώνες» γενικά και αόριστα. Δεν είμαστε γενικά και αόριστα «αγωνιστές», δεν είμαστε γενικά και αόριστα «επαναστάτες».
Οι κάθε είδους αδιαμεσολάβητες εκφράσεις της αλληλεγγύης μας σ’ όσους διώκονται και σ’ όσους υφίστανται την κρατική καταστολή, δεν αποτελούν την εναλλακτική λύση, όταν δεν προχωρούν πολιτικά παζάρια και διακανονισμοί. Για να απελευθερωθούν 33.000 κρατούμενοι που αιχμαλωτίστηκαν ύστερα από την άγρια καταστολή της εξέγερσης των Αστουριών το 1934, οι αναρχικοί έδωσαν την εξουσία στα κόμματα της αριστεράς πεπεισμένοι ότι σε εκείνες τις συνθήκες αντιπροσώπευσαν το «μικρότερο κακό». Οι ίδιες λογικές οδήγησαν αργότερα στο φαινόμενο των «αναρχικών» υπουργών.
Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι σε κάθε εποχή σε κάθε τόπο πριν και μετά από κάθε κοινωνική εξέγερση ή και επανάσταση εκφράζονται με παρόμοιο τρόπο αυτές οι απόψεις από ανθρώπους «πρακτικούς και ρεαλιστές», που «ξέρουν να ζυγίζουν» τις κινηματικές ανάγκες και να διαπραγματεύονται για την επίτευξη των στόχων που θέτουν ως «προτεραιότητα». Αν είναι αριστεροί, απλά επιβεβαιώνουν την ιδεολογία που υπηρετούν. Και αν είναι αναρχικοί, όπως στο παραπάνω παράδειγμα, θα ρωτήσει κάποιος; Απλά δεν μπορεί κανείς να φορά δύο σκούφους για να καλύψει το κεφάλι του. Θα πρέπει να διαλέξει.
Από πλευράς μας θέλουμε η αναρχία, οι αναρχικές αντιλήψεις και πρακτικές να αποτελέσουν την μόνιμη συζήτηση, τόσο ανάμεσα μας όσο και ανάμεσα σε τόσους και τόσους αγωνιζόμενους που αρνούνται να συγκαταλέγονται ως τα «ορφανά» της αριστεράς, επίσημης ή ανεπίσημης, ορθόδοξης ή «ανορθοδόξης».
Και μια επισήμανση ακόμη.
Το ήθος και η αδελφοσύνη μπολιάζουν κάθε αναρχική στάση και συμπεριφορά. Την ηθική την χαρίζουμε σε κάθε εξουσιαστή μικρό ή μεγάλο, αφού ήταν και παραμένει πηγή καταναγκασμών και ανελευθερίας, πεδίο πειθάρχησης και δουλείας. Το γεγονός όμως αυτό δεν μπορεί να γίνεται αφορμή να συγχέονται ανόμοιες καταστάσεις και συμπεριφορές. Οι αναρχικοί δεν είναι λάτρεις της λεγόμενης παραβατικότητας και του «εγκλήματος», είτε όπως το ορίζει το κράτος και οι νόμοι του, είτε τελικά όπως ορίζονται στο όνομα οποιασδήποτε «επαναστατικότητας».
Σε αντίθετη περίπτωση η σκόπιμη στρέβλωση που προκαλείται από την ιδεολογικοποίηση και μάλιστα κάθε «εγκληματικής» συμπεριφοράς μέσω της επαναστατικής ιεροποίησης της δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτή ούτε ως αναγκαίο κακό, ούτε για οποιονδήποτε άλλον λόγο.
Ο περασμένος Δεκέμβρης επιβεβαίωσε για μιαν ακόμη φορά ότι κάτω από το δέρμα της ιστορίας συνεχίζουν να χτυπούν οι φλέβες της εξέγερσης. Για εμάς αυτό, όμως, δεν φθάνει. Επειδή, θέλουμε να διανύσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται την απόσταση ανάμεσα σε μια κοινωνική εξέγερση και σε μια αναρχική επανάσταση. Γιατί δεν θα δεχθούμε ποτέ ως όρο ζωής την σκλαβιά, την ανελευθερία και την ανισότητα.
(Δημοσιεύτηκε από Συσπείρωση Αναρχικών)
http://www.anarchy.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=296&Itemid=1