Ακούω τη φωνή του με διακοπές από μεγάφωνα που ουρλιάζουν διαταγές και παραγγέλματα στους φυλακισμένους του Κορυδαλλού. Είναι εξαιρετικά ευγενής, χαμηλών τόνων, δυνατός μέσα στην αδυναμία του. Εύθραυστος πια, αλλά αποφασισμένος, στην καρδιά του Αυγούστου που δεν υπάρχουν ειδήσεις, δίνει τη μάχη για την ελευθερία του με το μοναδικό όπλο που του έχει απομείνει: το ίδιο του το σώμα. Για πάνω από ένα μήνα, ο μοναδικός τώρα πια φυλακισμένος του Δεκέμβρη, είναι σε απεργία πείνας. Παρόλο που έχει χάσει 12 κιλά, η πίεσή του έχει πέσει και παθαίνει υπογλυκαιμικά σοκ και παρόλο που οι γιατροί επιμένουν πως τώρα πια μπορεί να πάθει μη αναστρέψιμες βλάβες σε ζωτικά όργανά του, η διεύθυνση των φυλακών αρνείται να τον μεταφέρει στο νοσοκομείο. Ο Θοδωρής Ηλιόπουλος δηλώνει αθώος. Ενας όμηρος.
Το κράτος σε διώκει για ποινικά αδικήματα, κακουργήματα και πλημμελήματα, και σε θεωρεί τόσο επικίνδυνο που δεν σε αποφυλακίζει με περιοριστικούς όρους. Πώς νιώθεις γι' αυτό; «Από τις 18 Δεκεμβρίου βρέθηκα πρωταγωνιστής στο θέατρο του παραλόγου. Με συνέλαβαν στο σωρό, καθώς περπατούσα στην Ακαδημίας με τους φίλους μου. Πέντε διμοιρίες των ΜΑΤ κύκλωσαν καμιά 10αριά ανθρώπους. Αρχισα να τρέχω και δυο από αυτούς με πρόλαβαν, με πέταξαν κάτω κι άρχισαν να με κλωτσάνε στο κεφάλι ουρλιάζοντας "τώρα θα δεις τι θα πάθεις". Δεν είχα ιδέα τι θα μπορούσα να πάθω. Τελικά, αυτό που έπαθα είναι πως βρέθηκα κατηγορούμενος για τρία κακουργήματα. Σύμφωνα με την ανακρίτρια, ήμουν τη στιγμή της σύλληψής μου έξω από τη Νομική και πέταγα μολότοφ. Η μοναδική μαρτυρία που υπάρχει γι' αυτό είναι των δυο ΜΑΤατζήδων που με συνέλαβαν. Οταν δε η ανακρίτρια τους ρώτησε αν θα με αναγνώριζαν στο δρόμο κι εκείνοι απάντησαν θετικά, η ανακρίτρια σήκωσε το δάχτυλο, με έδειξε και τους είπε "αυτός είναι;". Με έδωσε δηλαδή η ίδια. Φυσικά και οι ΜΑΤατζήδες... με αναγνώρισαν. Από τότε δεν με αποφυλακίζουν γιατί στην πραγματικότητα με χρειάζονται ως όμηρο. Από τους συλληφθέντες λίγοι είναι αυτοί που πήραν θέση για το Δεκέμβρη. Δεν λέω ότι ήταν υποχρεωμένοι. Εγώ πήρα θέση κι αντιμετωπίζω τα αντίποινα του κράτους».
Πώς έζησες τα γεγονότα του Δεκέμβρη;
«Ο πατέρας μου είναι στα τελευταία του κι έχει αλτσχάιμερ κι η μάνα μου είναι 83 χρόνων και δεν μπορεί να τον φροντίσει. Για αυτό μπόρεσα να κατέβω στους δρόμους δυστυχώς μόνο δυο φορές. Ηταν μια πολύ καλή ευκαιρία να συζητήσεις και να προβληματιστείς, να προτείνεις λύσεις, να ανταλλάξεις ιδέες. Κάποιοι, άδηλων συμφερόντων, διαβάζουν τα γεγονότα σαν τις κλαίουσες ιτιές, κλαυθμηρίζουν για τον όλεθρο και την καταστροφή. Ομως ο Δεκέμβρης γέννησε ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης και, κυρίως, ξεκόλλησε τα παιδιά από τα playstations και τα internet cafe. Είναι αφελές κι άδικο να λες πως τα παιδιά βγήκαν στο δρόμο μόνο για να εκτονώσουν την οργή τους. Τα ιδανικά και τα όνειρά τους διεκδίκησαν».
Ποια ήταν η αντίληψή σου για το κράτος πριν και ποια είναι τώρα; «Αν σου πω, θα με κλείσουν ισόβια... Αστειεύομαι. Δεν θέλω να βάζω ταμπέλες στον εαυτό μου τύπου αναρχικός ή αντιεξουσιαστής. Είμαι οραματιστής της άμεσης δημοκρατίας, του συν-αποφασίζειν και συν-πράττειν. Κατά την εφηβεία μου, είχα γοητευτεί με τη φιλοσοφία του αναρχισμού από τον Ζήνωνα και τους κυνικούς φιλόσοφους μέχρι τον Ενρίκο Μαλατέστα. Ακόμη και σήμερα, παραμένω γοητευμένος. Αγωνίζομαι για έναν διαφορετικό κόσμο. Οχι με μολότοφ και πέτρες, αλλά με ιδέες και κείμενα. Δεν είμαι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος στον οποίο το κράτος δείχνει το εκδικητικό του πρόσωπο. Αυτό που τους ενοχλεί, αυτό που καταστέλλουν δεν είναι η δράση μου, αλλά η στάση μου και η άποψή μου. Μου φόρτωσαν ένα κατασκευασμένο κατηγορητήριο, αγνόησαν τις αποδείξεις που προσκόμισα για την αθωότητά μου. Το θέμα για το κράτος είναι ότι επιμένω να σκέφτομαι. Και να σκέφτομαι διαφορετικά. Υπό αυτή την έννοια, αύριο το πρωί μπορείς να βρεθείς στη θέση μου, εσύ κι ο οποισδήποτε».
Φοβάσαι τώρα πια τη χώρα που τη λένε Ελλάδα; «Οχι. Είναι τρομακτικό να περπατάς στην Ακαδημίας και μετά να βρίσκεσαι σε ένα κελί για μήνες, αλλά έχω τόσο μεγάλη επιθυμία να ζήσω που δεν φοβάμαι. Κι επίσης, εκτός από την Ελλάδα της βίας και της καταστολής, βλέπω και μια άλλη Ελλάδα της ανήσυχης νεολαίας, της αλληλεγγύης, της πίστης σε ιδανικά».
Γιατί επέλεξες την απεργία πείνας; «Οταν κάποιος ξεκινάει απεργία πείνας, κανονικά πρέπει να τον εξετάσει οδοντίατρος -τα δόντια παθαίνουν πρώτα ζημιά- και ψυχίατρος για να αποδειχθεί ότι δεν είναι αυτοκαταστροφικός. Παρόλο που αυτό δεν έγινε στην περίπτωσή μου, θέλω να σας διαβεβαιώσω πως δεν είμαι αυτοκτονικός, δεν θέλω καθόλου να πεθάνω. Ούτε θέλω να πάθω κάποια ανήκεστο βλάβη που θα με αφήσει ανάπηρο για όλη μου τη ζωή. Βεβαίως, όπως μου εξήγησε η γιατρός που με παρακολουθεί, μετά την 30ή ημέρα απεργίας, αρχίζουν τα πολύ σοβαρά προβλήματα, μπορεί να εκπέσουν ζωτικά σου όργανα. Ομως πραγματικά δεν μου έχει μείνει άλλος τρόπος. Το σώμα μου είναι το ύστατο όπλο».
Η απεργία πείνας φλερτάρει με το θάνατο; «Κάθε τι φλερτάρει με το θάνατο. Αν είσαι μετανάστης, μια επίσκεψη στην παιδική χαρά του Αγίου Παντελεήμονα μπορεί αυτομάτως να σημάνει και το θάνατό σου. Ή αν είσαι εργάτης σε κάποιο εργοστάσιο. Ή αν είσαι ποδηλάτης στους δρόμους της Αθήνας. Η απεργία πείνας σε φέρνει μερικά βήματα πριν το θάνατο, αλλά και πιο κοντά στην ελευθερία. Ως ξένος που είμαι στον κόσμο των αφεντικών, ως εργάτης, ως ποδηλάτης δεν φοβήθηκα το θάνατο. Ως απεργός πείνας ζω με την ελπίδα της απελευθέρωσης κι όχι με το φόβο του θανάτου».
Είσαι ερωτευμένος, ετοιμαζόσουν για την απελευθέρωσή σου τον Ιούλιο κι ένα κοινό σπίτι με την αγαπημένη σου. Τι λέτε τώρα; «Μιλάμε καθημερινά ατελείωτες ώρες, μου γράφει και της γράφω, σχεδιάζουμε τη ζωή μας μετά. Είμαστε πολύ δεμένοι οι δυό μας, τα αντιμετωπίζουμε σαν ομάδα. Η φυλακή ορίζει την ελευθερία του σώματος, όχι της ψυχής σου. Κάθε φορά που κλείνουμε το τηλέφωνο, εκείνη μου λέει venceremos. Είμαστε νέοι, ερωτευμένοι κι έχουμε τόσα όμορφα πράγματα να ζήσουμε μαζί. Και θα νικήσουμε».
Τι όνειρα βλέπεις; «Στην αρχή έβλεπα εφιάλτες. Με καθημερινό αγώνα, κατάφερα όχι μόνο να αποβάλω οτιδήποτε θα μπορούσε να με τσακίσει, αλλά να βλέπω όνειρα με δύναμη και χαρά. Εχω επιλέξει να ζήσω δημιουργικά αυτό το επεισόδιο της ζωής μου».
Τι έμαθες στη φυλακή; «Κάθε φυλακή είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας. Βλέπεις από καταδικασμένους για οικονομικά εγκλήματα που κι εδώ τους ενδιαφέρει να κάνουν μπίζνες, μέχρι παιδεραστές. Αλλά βλέπεις και πολλούς αθώους, ανθρώπους που δεν είχαν χρήματα για έναν καλό δικηγόρο ή για να πληρώσουν την εγγύηση. Πριν μπω μέσα ήμουν απόλυτος, πίστευα πως... οι κακοί είναι στη φυλακή. Εδώ όμως αναγκάζεσαι να καταλάβεις πως το κακό είναι σχετικό, να παραδεχθείς πως δυνητικά φονιάς θα μπορούσε να είναι ο καθένας σε μια δοσμένη συγκυρία.
»Υπάρχουν τα πάντα μέσα μας. Στη φυλακή μαθαίνεις καινούριους κώδικες και, κυρίως, να μην εμπιστεύεσαι κανέναν. Και μερικούς τρόπους οι οποίοι σου διευκολύνουν τη ζωή. Εδώ ζεις με τα ελάχιστα. Αυτά που έξω θεωρούμε σκουπίδα, μέσα είναι χρήσιμα. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι για να καλύψεις τα ράφια με κουρτίνα, χρησιμοποιείς αντί για κόλλα καμμένες μπατονέτες;"
Οι συγκρατούμενοί σου πώς σε αντιμετωπίζουν; «Ανέκαθεν υπήρχε σεβασμός για τους πολιτικούς κρατούμενους από τους ποινικούς, αν και δεν θέλω να κάνω διαχωρισμό. Ολοι είμαστε έγκλειστοι κι έχουμε ν' αντιμετωπίσουμε τα ίδια προβλήματα. Κι εμείς, αν και πολιτικοί, αντιμετωπίζουμε το ποινικό δίκαιο. Οι συγκρατούμενοί μου μού συμπαρίστανται.
»Ο Νίκος Τσουβαλάκης άρχισε κι αυτός απεργία πείνας την ίδια μέρα με εμένα σε ένδειξη αλληλεγγύης. Αλλοι κρατούμενοι κάνουν αποχή συσσιτίου. Οι περισσότεροι με στηρίζουν με απλές καθημερινές πράξεις: με επισκέπτονται στο κελί, μου δανείζουν βιβλία, μου παραχωρούν τη σειρά τους στο τηλέφωνο».
Πώς είναι το κελί σου; «Είσαι 18 ώρες το 24ωρο κλεισμένος μέσα σε ένα χώρο το πολύ 8 τετραγωνικά μέτρα μαζί με άλλους τρεις. Η θέρμανση δεν επαρκεί. Κατσαρίδες και αρουραίοι κάνουν συχνά την εμφάνισή τους. Οι τουαλέτες βρίσκονται σε ένα υπόγειο με σπασμένα τζάμια και κρύο νερό».
Οι κρατούμενοι λένε πως ο μεγαλύτερος αντίπαλος είναι ο χρόνος. Πώς περνάς τις μέρες σου; «Υπάρχει η θεωρία πως όσο πιο πολύ κοιμάσαι, τόσο πιο γρήγορα φυλακή βγάζεις. Εγώ υποστηρίζω ότι όσο πιο πολύ κοιμάσαι, τόσο λιγότερο ζεις. Τώρα πια που δεν μπορώ να περπατήσω, διαβάζω στο κελί, γράφω, ζωγραφίζω, ακούω μουσική, φτιάχνω χειροποίητες κατασκευές από φθηνά υλικά».
Τι σε εμπνέει; «Οι διάδρομοι, τα κάγκελα και τα συρματοπλέγματα. Ολα αυτά μ' έβαλαν στη διαδικασία να δημιουργήσω μια άλλη πραγματικότητα από λέξεις και ζωγραφιές».
Τι θα έλεγες αν είχες μπροστά σου τον υπουργό Δικαιοσύνης; «Ενα ποίημα του Τίτου Πατρίκιου: "Ξεριζώνω τις λέξεις μία μία απ' το λαρύγγι μου/ αν στάζουν αίμα/ τύλιξτες στο μαντήλι σου/ τύλιξτες με μπαμπάκι/ ή πάλι πιάσε τις με τη λαβίδα και πες: 'έτσι τα λέει, για εντύπωση'/ Κάνε επιτέλους ό,τι θες / Ομως δεν φτάνει πια η σιωπή / Δεν φτάνουν πια τα λόγια / Ξεριζώνω μία μία σκέτες λέξεις / και σου τις στέλνω"».
Πώς ονειρεύεσαι τη ζωή σου μετά τη φυλακή; «Απλή ως προς το ζην, πολύπλοκη ως προς τη σκέψη, και θέλω να κάνουμε ένα πιτσιρίκι που δεν θα μ' αφήνει σε ησυχία!»
Επειτα από όλη αυτή την ταλαιπωρία, θα ξαναβγείς στους δρόμους; «Φυσικά. Με τη μόνη διαφορά ότι θα είμαι πανέτοιμος να αντιμετωπίσω το στημένο κατηγορητήριο. Αλλωστε, πάντα έβγαινα στο δρόμο με μοναδική κουκούλα το πρόσωπό μου».
αναδημοσιευση απο περιοδικο "Ε"