Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009

Η ΚΙΝΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΑΝΑΡΧΙΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ

Στο διάστημα 1982-1983 υπήρξε μια προσπάθεια συγκρότησης Αναρχικής Ομοσπονδίας σύνθεσης, η οποία, όμως, ήταν περισσότερο μια προσπάθεια κριτικής και θεωρίας και λιγότερο πρακτικής και παραπέρα προοπτικής.
Μέχρι τότε, ιστορικά ντοκουμέντα του διεθνούς αναρχικού κινήματος, όπως η «Πλατφόρμα της Γενικής Ένωσης Αναρχικών», το «Μανιφέστο του Ελευθεριακού Κομμουνισμού» του Ζορζ Φοντενί και το «Προς μια φρέσκια επανάσταση» των «Φίλων του Ντουρρούτι» δεν ήταν καν μεταφρασμένα στα ελληνικά. Ειδικά για την «Πλατφόρμα», μόνο η πρώτη απάντηση του Μαλατέστα στην «Πλατφόρμα» είχε μεταφραστεί και δημοσιευτεί στο 1ο τεύχος (χειμώνας 1981) του αναρχικού περιοδικού «Μαύρος Ήλιος», με τον τίτλο «Ένα Αναρχικό Πρόγραμμα».


Το σίγουρο είναι ότι στην Κίνηση συμμετείχε η τότε Αναρχική Ομάδα Πειραιά η οποία, στο όνομα της Κίνησης, έγραψε και κυκλοφόρησε σε ξεχωριστή μπροσούρα το κείμενο που ακολουθεί και το οποίο είναι ενδεικτικό, πιστεύουμε, τόσο της κατάστασης που επικρατούσε στον τότε αναρχικό «χώρο» όσο και των απόψεων της Κίνησης.

Ακολουθεί το κείμενο:

«Η ΝΗΠΙΑΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΕΣΑ
ΑΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗΣ ΤΟΥ «ΑΝΑΡΧΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ»

Αυτό που πριν λίγους μήνες συνηθιζόταν να ονομάζεται αντιεξουσιαστικό κίνημα μοιάζει να είναι νεκρό. Οι αναρχικοί στην Ελλάδα βρίσκονται στην χειρότερη κρίση της δεκάχρονης παρουσίας τους στον κοινωνικό χοίρο.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η πρώτη περίοδος

Ο αναρχισμός στην Ελλάδα εμφανίστηκε στα τέλη του περασμένου αιώνα σαν συστατικό της κέικ-ιδεολογίας μερικών ρομαντικών αστών διανοουμένων, για να περάσει ύστερα στη «συνδικαλιστική» του μορφή - μέσω αγροτών κυρίως - σαν μια ακόμα άποψη στα χέρια του νεογέννητου «προλεταριακού» κόσμου. Η γενική σύγχυση της εποχής - αποτέλεσμα της εισαγωγής καπιταλιστικών δομών - που αντανακλάται και στην επαναστατική θεωρία και πρακτική, δεν μας επιτρέπει να δούμε καθαρά τον ρόλο των αναρχικών στις τότε κοινωνικές διαδικασίες. Είναι σίγουρο πως αναρχικές ομάδες έδρασαν καταλυτικά σε αγροτικές «στάσεις» (Πάτρα, Πύργος κ.λπ.) καθώς και σε εργατικές απεργίες (π.χ. Λαύριο). Το ότι ο Κορδάτος αναγκάζεται να αναφερθεί στον αναρχοσυνδικαλιστή Σπέρα που έδωσε θεωρητική μάχη με τους εκκολαπτόμενους νταβατζήδες στο συνέδριο για την ίδρυση της Γ.Σ.Ε.Ε., σημαίνει ότι αναρχική παρουσία υπήρχε και τότε. Ο ίδιος ο Σπέρας είχε πρωτοστατήσει στην οργάνωση της απεργίας των μεταλλωρύχων στα 1916 στην Σέριφο. Ο Στίνας επίσης αναφέρεται σε διάφορους αναρχικούς αγωνιστές που έδρασαν - αν και απομονωμένοι - μετά το 1920 στην Αθήνα και την Σαλονίκη.
Ερχόταν όμως η εποχή όπου ο αναρχισμός αποκόπηκε από την πραγματικότητα και παγιώθηκε σαν ιδεολογία (ψευδής συνείδηση). Οι απανταχού αναρχικές οργανώσεις μετά την ήττα της Ισπανίας (1) περιορίστηκαν στο να φυλάνε την σκόνη των επαναστατικών «βιβλίων», να καραδοκούν για τυχόν μαρξιστικές παρεκκλίσεις και να πίνουν από το Καταλωνέζικο κρασί των αναμνήσεων - ανίκανες να κατανοήσουν τις κοινωνικές εξελίξεις. Ο ζωντανός αναρχισμός αναγεννήθηκε μέσα από καινούργιες κοινωνικές συνθήκες και εμπλουτισμένος από τις εμπειρίες και τα πειράματα του εικοστού αιώνα. Τα σοβιέτ στη Ρωσία του 1917-’19, οι αγροτικές και βιομηχανικές κολεκτίβες της Ισπανίας του ’36, προσέφεραν το έδαφος για την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων. Ήταν φανερό πλέον πως ο διαχωρισμός δεν πέρναγε ανάμεσα σε Μαρξ και Μπακούνιν μα ανάμεσα σε εξουσιαστική κι αντιεξουσιαστική εκδοχή του κομμουνισμού. Τα γεγονότα άρχισαν να συσσωρεύονται: η Ουγγαρία του ‘56, ο Μάης, η Πολωνία... Η κοινωνική επανάσταση είχε επιστρέψει.

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
1973-1978: Πώς ένας χώρος δεν γίνεται κίνημα

Η δεύτερη περίοδος του αναρχισμού στην Ελλάδα, που αρχίζει από τα 1970 (και ουσιαστικά με την εξέγερση του Νοέμβρη), μακριά απ’ το να έχει ιστορική σύνδεση μ’ αυτό που είχε προϋπάρξει, είναι μια εντελώς καινούργια και κάτω από ολότελα διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες παρουσία. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος είναι και το ότι ο αναρχικός χώρος όπως τον ξέρουμε από τότε μέχρι σήμερα διακρίνεται για την καθολική έλλειψη ιστορικής συνείδησης.
Στην εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν που διάφορα άτομα γοητευμένα από την αναρχική θεωρία, βρήκαν την πρακτική διέξοδο στις ιδέες τους. Ενώνοντας αυτοί οι σύντροφοι την δράση τους παίζουν σημαντικό ρόλο στην δημιουργία της Εργατικής Συνέλευσης και των εκτρόπων στους δρόμους της Αθήνας. Το σημαντικό είναι ότι η αντιεξουσιαστική κομμουνιστική αντίληψη άσκησε επιρροή σε εργάτες και φοιτητές και έδωσε σε μεγάλο βαθμό το χαρακτήρα της - κυρίως σε επίπεδο πρακτικής - στην εξέγερση.
Μετά την μεταπολίτευση πλήθυναν οι ομάδες - που δημιουργούνταν και λειτουργούσαν περιστασιακά, χωρίς όμως να λείψουν και οι προσωπικές ίντριγκες που πισωγύριζαν τον συντονισμό και την δράση τους. Τα δυσάρεστα αυτά φαινόμενα πηγάζουν αφ’ ενός μεν από την καθολική έλλειψη εμπειριών και αφ’ ετέρου από την απουσία ενιαίας οργάνωσης. Παρ’ όλες τις παραπάνω αδυναμίες που συντρόφευαν την αναρχική παρουσία σ’ αυτή τη φάση οι αναρχικοί κατάφεραν να δράσουν καταλυτικά στις κοινωνικές συγκρούσεις (23 Ιούλη ‘75, 25 Μάη ‘76) καθώς και να δημιουργήσουν γεγονότα από μόνοι τους (επιτροπή Πόλε, Πρωτομαγιά και Πολυτεχνείο ‘77), εισέβαλαν στην κοινωνική αναταραχή και συνέβαλαν στην δημιουργία των συγκρούσεων, χωρίς όμως τελικά να επιτύχουν να δώσουν σ’ αυτές την ταυτότητά τους.
Η εξουσία πανικοβλημένη, πάνω στη προσπάθειά της να εκσυγχρονίσει το κεφάλαιο στην Ελλάδα, ένοιωσε την απειλή. Ήταν μια απειλή όχι από σεκταριστικά γκρουπούσκουλα, ξεκομμένα από την πραγματικότητα, μα από την άμεση προοπτική εμφάνισης επαναστατικού κοινωνικού κινήματος. Οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές: το κεφάλαιο στο προτσές της συσσώρευσής του, θέλει θυσίες από την πλευρά των εργαζομένων. Δεν μπορεί να ανεχτεί «κινητοποιήσεις». Μέσα στη δυσαρέσκεια που γεννιέται μέσα από την οικονομική αθλιότητα, οι εργαζόμενοι είναι ευάλωτοι στην επαναστατική προπαγάνδα. Επίσης μέρος νεολαίας που είχε ζήσει το μεταπολιτευτικό αλισβερίσι είχε ριζοσπαστικοποιηθεί και συμμετείχε δυναμικά στις κοινωνικές συγκρούσεις. Η επαναστατική προπαγάνδα και οι φορείς της έπρεπε να εξουδετερωθούν.

Η ΑΠΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΙΙΟΔΟΜΗΣΗΣ
Τα φρικιά και η ιδεολογία των ναρκωτικών (2)

Κάτω από τις ανάγκες του κεφαλαίου που αναφέραμε πιο πάνω, το κράτος εκτός από την αστυνομική καταστολή και την τρομοκρατία χρησιμοποίησε κι ένα νέο για τα ελληνικά δεδομένα ευφυές όπλο, τα ναρκωτικά.
Μέσω ατόμων που είχαν πρωτύτερα σχέση με το «χώρο» για να εξελιχθούν σε χαφιέδες, η εξουσία διέδωσε τα ναρκωτικά όχι μόνο μεταξύ συντρόφων μα και σ’ ένα μεγάλο τμήμα της νεολαίας (σ’ αυτό το κείμενο ναρκωτικό θεωρείται και το χασίς, όχι λόγω εθισμού μα εξαιτίας της ιδεολογίας της παραίτησης που συνήθως το συνοδεύει). Η σκοπιμότητα για το κράτος με τη διάδοση των ναρκωτικών ήταν διττή: αφ’ ενός μεν στόχευε στην αποδυνάμωση αυτού του χώρου που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε κίνημα και αφ’ ετέρου στη δημιουργία μιας προσοδοφόρου αγοράς (εξ ου και η αρχικά δωρεάν προσφορά ηρωίνης στα Εξάρχεια το 1978) και μιας ανώδυνης εναλλαγής στην κυρίαρχη ιδεολογία. Μέσα από τα γεγονότα αυτά. δημιουργήθηκε μία καινούργια «κοινωνική κατηγορία» που επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον «χώρο» στα χρόνια που ακολούθησαν.
Τα φρικιά νοούνται ως «κοινωνική κατηγορία» στη βάση ορισμένων κοινών σημείων που έχουν: η χρήση ναρκωτικών ουσιών (κυρίως μαύρη και χάπια), τα. μακριά μαλλιά ή η ακρόαση ροκ μουσικής, είναι μερικά απ’ αυτά. Δεν είναι τυχαίο πως τα σημεία που τους ενώνουν είναι ψευδή. Συνήθως συμπεριφέρονται με τρόπο διαποτισμένο από την ιδεολογία του τσαμπουκά, και της αμερικανικής χαζονεολαίας των ‘60. «Αρνούνται» την ταξική κοινωνία, αλλά την «αρνούνται» θεαματικά και ιδεολογικά (ψευδοσυνειδησιακά). Ικανοποιούνται με το να είναι «περιθώριο» και αρέσκονται να ορίζονται σαν τέτοιο. Μέσα. στη δίνη της θολούρας τους, προσωποποιούν την ρομαντική ιδεολογία της άρνησης της κοινωνίας. Αυτοθεωρούνται ως «ήρωες» σιχαίνονται κάθε μορφή οργάνωσης σαν αντίθετη με το «έτσι γουστάρω» και, κατά συνέπεια, αυτά τα άτομα δεν έχουν καμία σχέση με την επανάσταση γιατί ουσιαστικά δεν τη θέλουν. Υπάρχουν και λειτουργούν μονό σαν προϊόν του καπιταλισμού και μαζί του θα εξαφανιστούν.

Η κρατική καταστολή

Την ίδια περίπου εποχή, η κρατική καταστολή λαμβάνει τεράστιες διαστάσεις. Η ασφάλεια κατασκευάζει σωρηδόν σκευωρίες με αποτέλεσμα την φυλάκιση, αρκετών συντρόφων. Με αυτό τον τρόπο, η εξουσία επιχείρησε να απομονώσει ένα κίνημα που βρισκόταν στα σπάργανα. Στόχος ήταν η θεαματική πόλωση μεταξύ κράτους και «τρομοκρατών». Αυτή η, στη χρήση, δοκιμασμένη τακτική ελάχιστα της απέφερε τότε από πλευράς κατάκτησης της κοινής γνώμης. Αντίθετα, πολύς κόσμος συσπειρώθηκε γύρω από το «κίνημα» συμπαράστασης. Από την άλλη μεριά όμως, εκείνοι που ήθελαν να δημιουργούν γεγονότα ήταν τώρα αναγκασμένοι να ακολουθούν τις κινήσεις της εξουσίας. Το κίνημα ανατροπής οριζόταν πλέον σαν κίνημα συμπαράστασης, χωρίς ουσιαστικά να είναι κίνημα γιατί η συνοχή του βρισκόταν στην ανάγκη της άμυνας απέναντι στη κρατική επίθεση. Όλη αυτή η κατάσταση δεν ευνοούσε οποιαδήποτε παραπάνω προσπάθεια γιατί συγκάλυπτε τις αντιθέσεις που υπόβοσκαν. Ο «χώρος» είχε μπλέξει σ’ ένα φαύλο κύκλο συλλήψεων, δικών, φυλακίσεων και συμπαράστασης. Οι διαδηλώσεις συμπαράστασης σε φυλακισμένους
συντρόφους ακολουθούνταν από συλλήψεις άλλων συντρόφων σε συμπαράσταση των οποίων θα έρχονταν άλλες διαδηλώσεις κ.λπ.

Οι καταλήψεις των σχολών, οι αυτόνομοι και άλλα δυσάρεστα

Οι καταλήψεις των πανεπιστήμιων έπεσαν σαν κεραυνός εν αιθρία στην ελληνική πραγματικότητα του ‘79. Το πιο ελπιδοφόρο κομμάτι του έθνους, οι φοιτητές, «εξεγείρονταν». Ο τρόμος της εξουσίας, σ’ ένα ποσοστό, δεν ήταν αδικαιολόγητος. Στην περίπτωση που το «κίνημα» ξεπερνούσε τα βλακώδη κι ενσωματώσιμα φοιτητικά αιτήματα και εφεύρισκε την επαναστατική πρακτική, εύκολα θα «μολύνονταν» και αλλά κοινωνικά στρώματα. Αυτή η προοπτική ήταν που έκανε τους πολιτικούς αρχηγούς να εκστομίζουν εκείνα τα σπαρταριστά λογίδρια απόγνωσης στη Βουλή. Αυτή η προοπτική ήταν που έκανε τον αρθρογράφο της «Ελευθεροτυπίας» να καλεί τον υπουργό Παιδείας να καταργήσει τον νόμο 815 (πράξη που χαρακτήριζε ως «συνετή, γενναία και προπαντός οξυδερκέστατη»). Μπρος στο φόβο να υποσκελιστούν από τα γεγονότα, η Π.Σ.Κ. και η Π.Α.Σ.Π. έσπευσαν να συμμετάσχουν στις καταλήψεις (στην ουσία έκαναν αποχή) με σκοπό να τις καταστείλουν αφομοιώνοντάς τις. Γραφική νότα αποτέλεσαν και τα μαρξιστο-λενινιστικά γκρουπούσκουλα που έχυσαν ιδρώτα για να χειραγωγήσουν και να καθοδηγήσουν την μάζα των αυτόνομων και των ανεξαρτήτων φοιτητών.. Μέσα σ' αυτή τη διαμάχη των χειραγωγών, οι αναρχικοί κατάφεραν να προτάξουν τις θέσεις τους και να διαφυλάξουν την επαναστατική τους καθαρότητα. Παρ’ όλ’ αυτά και στο ποσοστό που η φύση του «κινήματος» παρέμεινε φοιτητική και συνδικαλιστική, το παιγνίδι ήταν χαμένο.
Μέσα από τις καταλήψεις εκφράστηκε, για πρώτη φορά μαζικά, ο συρμός των αυτόνομων. Ακούγοντας αυτό το όνομα και μάλιστα για μια τάση μέσα στο σύγχρονο επαναστατικό κίνημα, δεν μπορείς παρά να προβληματίζεσαι. «Τι υπερασπίζουν άραγε αυτά τα παιδιά;» αναρωτιέσαι εύλογα. «Θέλουν μήπως την αυτονομία της εργατικής τάξης από το επαναστατικό κίνημα;» (είναι παρήγορο σε μια εποχή που το πνεύμα φθίνει να υπάρχουν ακόμα άνθρωποι με το ταλέντο να εφευρίσκουν καινούργια ονόματα για να χαρακτηρίσουν χιλιοειπωμένα πράγματα. Το αισχρό είναι όταν στα πλασάρουν και για καινούργια). Ή μήπως θέλουν την αυτονομία της ομάδας τους από άλλες ομάδες; Ή ίσως την αυτονομία του εγώ τους απ’ τον εαυτό τους; Θα μπορούσαν ακόμα ν’ αναφέρονται και στη φύση της αταξικής κοινωνίας και σε πολλά αλλά πράγματα.
Μάλιστα κύριοι, οι αυτόνομοι δεν θα σας απογοητεύσουν. Αναφέρονται στην αυτονομία όλων απέναντι όλων (έως και στην αυτονομία του απόλυτου). Είναι θλιβερό το πως ένα στερούμενο οιουδήποτε περιεχομένου συνονθύλευμα ιδεολογιών διαδόθηκε σε τέτοιο βαθμό. Ακόμα και στην καλύτερη εκδοχή της η «αυτονομία» (3), δηλαδή σαν οργάνωση του επαναστατικού κινήματος, δεν λέει τίποτα. Το να ισχυριστείς ότι το επαναστατικό κίνημα πρέπει να είναι αυτόνομο είναι ταυτολογία καθώς ένα επαναστατικό κίνημα δεν μπορεί εξ ορισμού να είναι ετεροκαθοριζόμενο. Το πόσο σαθρές, αν υπάρχουν, είναι οι θέσεις των αυτόνομων (4) φαίνεται και από το ότι το Κ.Κ.Ε. επιμένει ν’ αποδίδει σ’ αυτούς κάθε επαναστατική δραστηριότητα με σκοπό να την παρουσιάσει ως γελοία. Οι αυτόνομοι (ο πληθυντικός χρησιμοποιείται καταχρηστικά γιατί δεν υπάρχει ούτε οργανική συνοχή μεταξύ τους) τελικά είναι μια μάζα ιδεολογικά συγχυσμένων νεαρών που παλαντζάρουν ανάμεσα στην άκρα αριστερά και τους αναρχικούς. Προς υποστήριξη αυτής της άποψης έρχεται και το γεγονός ότι η πλειονότητά τους είναι φοιτητές (χωρίς εισαγωγικά), φύσει δηλ. ιδεολογικά και καταναλωτικά όντα. Έως εδώ καλά (σχήμα λόγου), το άσχημο αρχίζει από τη στιγμή που έχουν το θράσος να σου αυτο-ορίζονται και ως ανανέωση του επαναστατικού κινήματος ενώ δεν είναι παρά αγοραστές στην ιδεολογική αγορά. Δυστυχώς μεγάλο τμήμα των αυτόνομων παρουσιάζεται και στον «χώρο» των αναρχικών. Επενδύοντας την αμφισβητισιακότητα και τη θολούρα των αυτόνομων με την ιδεολογία του τσαμπουκά, έχουμε τους αναρχοαυτόνομους (εδώ πια είναι που τραβάς τα μαλλιά σου).
Όπως το ένα κακό φέρνει το άλλο, έτσι και με τους αυτόνομους μας ήρθε και ο «εναλλακτικός τρόπος ζωής». Αυτό το σίχαμα, συνυφασμένο με το «κίνημα» νεολαίας, είναι η μεγαλύτερη κακοδαιμονία που έχει βιώσει ο διεθνής επαναστατικός χώρος τα τελευταία 20 χρόνια. Είναι η ψευδαίσθηση του ότι μπορούμε να οργανώσουμε το δικό μας χώρο-χρόνο μέσα στον καπιταλισμό πολεμώντας συγχρόνως για να τον ανατρέψουμε. Είναι τόσο φανερά τα λάθη αυτού του συλλογισμού που απορείς για το πώς έχει διαδοθεί σε τέτοιο βαθμό. Δεν σκέφτονται, φαίνεται, αυτοί οι «σύντροφοι» ότι αν είχαμε τη δυνατότητα να οργανώσουμε την ζωή μας μέσ’ τον καπιταλισμό δεν θα χρειαζόταν να τον ανατρέψουμε. Από την άλλη πλευρά πάλι, το να οργανώσεις τη ζωή σου μέσα στο καπιταλισμό είναι ανέφικτο και όποιος δεν το καταλαβαίνει είναι αντεπαναστάτης. Το φαινόμενο του «εναλλακτικού τρόπου ζωής» έχει εξαπλωθεί ανησυχητικά (με κέντρο την Δ. Γερμανία) στην Ευρώπη. Η φρίκη του εγχειρήματος φαίνεται πλέον καθαρά. Οδηγεί είτε στην παραίτηση, τον ρεφορμισμό και τον χιπισμό ή στην αποσύνθεση της ηρωίνης (βλέπε «κέντρα νεότητας») και την άλογη βία, ποτέ όμως στην κοινωνική επανάσταση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η όλη υπόθεση όχι μόνο δεν απειλεί το κράτος αλλά αντίθετα το συντηρεί. Είναι καιρός να το αντιληφθούν όλοι ότι η εξουσία δεν επιτρέπει «οάσεις» στον κόσμο της. Σε τελευταία ανάλυση, όταν απορρίπτουμε την σταλινική αντίληψη του σοσιαλισμού σε μια χώρα δεν μπορούμε να υποστηρίζουμε ότι θα τον εφαρμόσουμε σ’ ένα διαμέρισμα ή σ’ ένα αγρόκτημα (5).
Ένα μόλις μήνα μετά την άδοξη λήξη των καταλήψεων των σχολών μη έχοντας αναρρώσει από τον πανικό της, η κυβέρνηση της δεξιάς εξαπέλυσε ένα καινούργιο κύμα τρομοκρατίας. Τα πράγματα γι’ αυτήν εξελίχθηκαν χειρότερα από την προηγούμενη φορά. Οι σκευωρίες που είχε στήσει ήταν τόσο γελοίες που ακόμα και η «προοδευτική» αντιπολίτευση αναγκάστηκε να τις καταδικάσει. Στην αντίθετη περίπτωση θα επέτρεπε στους εξωκοινοβουλευτικούς και τους αναρχικούς να κερδίσουν όλη τη συμπάθεια της κοινής γνώμης. Μαζί με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και τα ακροαριστερά γκρουπούσκουλα ανακάλυψαν την ύπαρξη της κρατικής τρομοκρατίας (για ευνόητους λόγους).
Οι αναρχικοί στο ποσοστό που συμμετείχαν σε συγκεντρώσεις των διαφόρων «επιτροπών» και «πρωτοβουλιών» σίγουρα είχαν μπλεχτεί σ’ ένα άσχημο πολιτικό παιγνίδι.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΩΝ
16 Νοέμβρη 1980: η καμπή

Και έτσι μετά από το όμορφο καλοκαίρι του 1980 στα ειδυλλιακά νησάκια του Αιγαίου και στην Κρήτη, ο χώρος ανασυγκροτήθηκε για την ετήσια μάχη του Πολυτεχνείου. Έχοντας φρέσκες ακόμα τις αναμνήσεις και τα σημάδια από το σταλινικό ξύλο του ‘79 και μην πιστεύοντας, όπως και η άκρα αριστερά, ότι το κράτος θα κτυπήσει, οι αναρχικοί αποφάσισαν να συγκεντρωθούν στα Προπύλαια. Τα γεγονότα όμως τους ξεπέρασαν. Πίσω από τους αριστεριστές στα Χαυτεία, δημιουργήθηκε ένα μπλοκ από μαθητές, νεαρούς εργάτες και ανέργους, κόσμο απολιτικοποίητο και. με μόνο όπλο το μίσος του για την ταξική κοινωνία. Δεν ισχυριζόμαστε ότι ο κόσμος που επιδόθηκε σε έκτροπα στο κέντρο της Αθήνας εκείνο το βράδυ είχε ανακαλύψει την επαναστατική θεωρία. Όπως πολύ σωστά υποστήριξε μια προκήρυξη των επομένων ημερών, πρέπει να δεις το γιατί για να καταλάβεις το ποιοι. Δεν ήταν οι αναρχικοί που προκάλεσαν τα επεισόδια στις 16 Νοέμβρη του ‘80. Όσοι σύντροφοι συμμετείχαν στα έκτροπα δεν συμμετείχαν σαν αναρχικοί αλλά σαν κομμάτι αυτής της κολασμένης νεολαίας. Ήταν μάλιστα τέτοια. η έκπληξη κι η αμηχανία των αναρχικών που δεν μπόρεσαν να οργανώσουν μια ουσιαστική απάντηση (κι αν γινόταν επίθεση) στο κράτος (κυβέρνηση κι αντιπολίτευση σε αρμονία). Το αίμα έμεινε αναπάντητο κι οι αναρχικοί είχαν γι’ άλλη μια φορά ηττηθεί. Ο μεγάλος όμως ηττημένος των ημερών ήταν οι οργανώσεις της άκρας αριστεράς. Αυτές οι θλιβερές αιμορροΐδες της λενινιστικής κοπρανολογίας αφού τις επόμενες ημέρες αποποιήθηκαν πανικοβλημένες τις ευθύνες, στην προσπάθειά τους να εξάγουν υπεραξία νομιμότητας, έγιναν περιγέλαστες, μ’ αποτέλεσμα πολλά από τα μέλη τους έχοντας καταλάβει το τι αντιπροσώπευαν να τις εγκαταλείψουν. Από τις 16 Νοέμβρη, αρχίζει η φθίνουσα πορεία της άκρας αριστεράς στον Ελληνικό χώρο. Αν δεν υπήρχαν η μπλόφα του «κινήματος» για το στρατό κι οι μικρονοϊκοί νεανίες που του χαρίζουν υπόσταση θα είχαμε ήδη την ευχαρίστηση να απαλλαχτούμε από την λερή της παρουσία.

Η «IIρωτοβουλία»

Μέσα από την τριβή διαφόρων φυλακισμένων συντρόφων με τους έγκλειστους ποινικούς αναπτύχθηκε από τους πρώτους μια κατανόηση για τα προβλήματα και την ζωή αυτών των αποδιοπομπαίων τράγων της κοινωνίας. Από την άλλη πλευρά, πολλοί ποινικοί απέκτησαν μια κάποια κοινωνική συνείδηση καθώς κι ένα ενδιαφέρον για τον επαναστατικό αγώνα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες πολύς κόσμος πληροφορήθηκε για την εξόντωση στις φυλακές και τον αγώνα των κρατουμένων ενάντια στο σωφρονιστικό σύστημα.
Με αφορμή τις συνεχόμενες αυτοκτονίες-δολοφονίες κρατουμένων και πάνω στη βάση του ότι κατανοούμε τις συνθήκες ύπαρξης των ποινικών και συνάμα τις κοινωνικές αιτίες των πράξεών τους, δημιουργήθηκε μια κίνηση συμπαράστασης. Το βασικό σύνθημα αυτής της κίνησης, που πλαισιώθηκε γύρω από το σχήμα της «Πρωτοβουλίας συμπαράστασης στους αγώνες των φυλακισμένων», ήταν το «Ποινικοί - πολιτικοί, ίδια είναι η φυλακή». Το σύνθημα αυτό λέει απλώς ότι στο επίπεδο της ύπαρξής τους στη φυλακή, οι ποινικοί κρατούμενοι δεν μπορούν να διαχωριστούν από τους πολιτικούς. Δεν λέει π.χ. ότι οι ποινικοί είναι από τη θέση τους επαναστάτες. Είναι γεγονός όπως αναφέρει και ο «Κόκορας που λαλεί στο σκοτάδι» (τ. 1, σ. 29) ότι όσο μέρος έχουν πάρει άτομα του «υποκόσμου» στις μεγάλες εξεγέρσεις άλλο τόσο έχουν στρατολογηθεί από τις δυνάμεις καταστολής. Οι αναρχικοί δεν πρόκειται να θεωρήσουν επαναστατικό τον τρόπο ζωής των ποινικών. Από την άλλη, δεν πρόκειται να αφορίσουν (όπως και να υπερασπίσουν) πράξεις όπως η κλεψιά, γιατί κατανοούν τις κοινωνικές συνθήκες που τις γεννούν (ειδικά στην περίπτωση των φτωχοδιαβόλων). IIάνω απ’ όλα, ξέρουν ότι οι αιχμάλωτοι της κρατικής βίας είναι δυνητικά επαναστάτες. Δυστυχώς, αρκετά άτομα που συμμετείχαν στη κίνηση (όπου οι αναρχικοί ήταν μειοψηφία) «παρανόησαν» και θεώρησαν ότι επειδή οι πράξεις των ποινικών είναι κοινωνικά καθορισμένες είναι και επαναστατικές. Τα φρικιά ήταν κύρια που σε αρμονία με την ψυχολογία τους της μυθοποίησης κάθε περιθωριακής και ρομαντικής άρνησης, εξέφρασαν αυτή την άποψη. Σταδιακά η όλη κίνηση εκφυλίστηκε με αποκορύφωμα αυτά που ακούστηκαν από τα μικρόφωνα της συναυλίας «ενάντια στην κρατική καταστολή» (30/10/82). Λίγο πολύ ακούσαμε από δήθεν αναρχικούς ότι ο τοξικομανής επαναστατεί ενάντια στην κοινωνία μέσω της ηρωίνης ή ότι ο ληστής είναι απαλλοτριωτής του κοινωνικού πλούτου (για την πάρτη του;). Η «πρωτοβουλία» πάλι δεν λειτούργησε σαν χώρος αποφάσεων από όλους για όλους αλλά σαν πεδίο λύσης προσωπικών διαφορών και, ενώ η «πρωτοβουλία» κοπτόταν για την αυτο-οργάνωση των πορειών, φτάναμε να οδηγούμαστε από ξένα σώματα σε συγκρούσεις που δεν επιθυμούσαμε. Βασική αιτία ήταν το ότι οι μαζώξεις της «πρωτοβουλίας» σπάνια γίνονταν γνωστές έξω από το γκέτο των Εξαρχείων. Κι έτσι μετά τα άτομα της «πρωτοβουλίας» διαμαρτύρονταν όταν οι χίλιοι της πορείας δεν σέβονταν τις αποφάσεις των πενήντα της συζήτησης. Η ανεπάρκεια αυτού του σχήματος έγινε γρήγορα φανερή σε όλους και ελάχιστοι ήταν εκείνοι που λυπήθηκαν για τη διάλυσή της το καλοκαίρι του ‘81.

Καταλήψεις σπιτιών ή η συσσώρευση της μαλακίας εκρήγνυται

Με την άνοδο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. οι αναρχικοί βρέθηκαν πιο απομονωμένοι από ποτέ. Το κλίμα λαϊκής ευφορίας που δημιουργήθηκε δεν τους άφηνε πολλές επιλογές. Ή θα επαναπροσδιόριζαν τους στόχους τους και θα οργανώνονταν για να μπορέσουν ν’ αναπτύξουν μια αποτελεσματική προπαγάνδα και κοινωνική παρέμβαση ή θα έφταναν στην πλήρη αποσύνθεση. Δυστυχώς και πάλι τίποτα δεν ξεκαθαρίστηκε και το βήμα προς τις καταλήψεις δεν έδειχνε παρά σπασμωδικότητα. Οι καταλήψεις από την στιγμή που έγιναν σαν έκφραση του «εναλλακτικού» τρόπου ζωής («κίνημα ζωής»), ήταν καταδικασμένες. Η μεταφύτευση των, στο εξωτερικό, αποδεδειγμένα εκτρωματικών μεθόδων «δράσης όχι μόνο δεν επρόκειτο να αποφέρει κάποιο κέρδος αλλά να οδηγήσει και σε πολιτικό αφανισμό (πράγμα που έγινε). Ο μόνος τρόπος για να λειτουργήσουν οι καταλήψεις ήταν να χρησιμοποιηθούν τα σπίτια σαν χώροι συγκρότησης πραγματικού αναρχικού κινήματος και αν αυτό πετύχαινε σαν αναρχικά κέντρα. Τίποτα τέτοιο δεν συνέβη και, αντίθετα, μέσω μιας κακώς εννοούμενης «ελευθεριακότητας» (σαν ανοχή στην κάθε μαλακία και τους φορείς της) οι καταλήψεις αυτο-οδηγήθηκαν στον εκφυλισμό. Η μόνη περίπτωση στην οποία φάνηκαν χρήσιμες ήταν στη σωστή οργάνωση των διαδηλώσεων για την Πολωνία. Το κράτος, πολύ έξυπνα, τις άφησε να αυτομαραθούν και έτσι όταν οι κατασταλτικές δυνάμεις κτύπησαν τον Γενάρη του ‘82, δεν μάζεψαν παρά ένα πτώμα. (Η μόνη κατάληψη που παρέκκλινε από τη λογική του κρετινισμού, αυτή των Πατησίων, δεν πρόλαβε να ζήσει παρά 3 μέρες). Αυτό που είναι σημαντικό να κατανοηθεί είναι ότι η εξουσία δεν επιτέθηκε στις καταλήψεις αλλά σε όλους τους Έλληνες αναρχικούς. Πίστεψε ότι ένα κτύπημα εκείνη τη στιγμή, θα εξαφάνιζε τον αναρχικό χώρο, που αποτελούσε δυνητικό εμπόδιο στην πορεία της προς πλήρη έλεγχο της κοινωνίας και, όπως αποδεικνύεται εκ των υστέρων, δεν έπεσε πολύ έξω. Η συνοχή (6) που επιτεύχθηκε τις επόμενες μέρες από το κλείσιμο των καταλήψεων δεν ήταν παρά συνοχή ανάγκης (για άμυνα) και γι’ αυτό φαινομενική. Έτσι η βδομάδα 12-19 Γενάρη πέρασε με τους αναρχικούς ενωμένους στην άμυνα. Η δράση των Μ.Ε.Α. και το επεισόδιο με τον μπάτσο στο Χημείο απέδειξαν σε ποιο βαθμό είχε αποσυντεθεί ο χώρος για να είναι τόσο ευάλωτος σε χαφιεδισμούς και προβοκαρίσματα. Τελικά, η μόνη ουσιαστική απάντηση στην κρατική έφοδο ήταν η πορεία της 19 Γενάρη. Ήταν μια από τις λιγοστές μέρες που είχε επιτευχθεί αυτο-οργάνωση, με αποτέλεσμα ο καθένας που συμμετείχε, έχοντας για εγγύηση τους συντρόφους του, να είναι σίγουρος για τον εαυτό του. Δεν είναι τυχαίο ότι η αστυνομία εκείνη τη μέρα δεν χτύπησε.
Μετά τις 19 Γενάρη το χρονικό του «χώρου» ή μάλλον του πτώματός του, δεν είναι παρά μια σειρά εκτρωματικών εγχειρημάτων και συνεχούς ήττας (Πειραιάς 13-15 Μάρτη, διαδήλωση για τον Χαίηγκ, για την ηρωίνη κ.λπ.). Το αποτέλεσμα είναι καμπόσοι σύντροφοι και «σύντροφοι» στην φυλακή καθώς και μια πλήρης περιθωριοποίηση. Οι αιτίες πρέπει να αναζητηθούν στον βλακώδη βολονταρισμό ορισμένων «συντρόφων», που με την συνδρομή χούλιγκαν, νομίζουν πως εκπροσωπούν την υπόθεση του «αντιεξουσιαστικού κομμουνισμού» όταν ρυθμίζουν την δράση τους στη βάση του τσαμπουκά με την αστυνομία. Αυτοί οι γνωστοί νεανίες που παίζουν στην πλάτη των υπολοίπων, φταίνε για πολλές από τις κακοδαιμονίες που έχει βιώσει ο «χώρος» τα τελευταία χρόνια κι ακόμα είναι το κύριο εμπόδιο στην προσπάθεια συγκρότησης κινήματος. Σέρνουν από πίσω τους σωρούς πιτσιρικάδων χούλιγκαν που είναι «αναρχικοί» στο ποσοστό που οι οπαδοί της άλλης ομάδας το παίζουν «φασίστες». Έχουν κοινό με τους «ηγετίσκους» μας το σύνδρομο της σπασμένης βιτρίνας. Το χειρότερο απ’ όλα αυτά σ’ αυτά τα. παιδάκια είναι το θράσος τους να θέλουν να εμφανιστούν σαν φορείς «επαναστατικότητας» μέσ’ από κάτι τέτοιες στερούμενες νοήματος πράξεις. Όπως έγινε πασιφανές στην πορεία για τον Χαίηγκ καθώς και σ’ εκείνη της 27 Μάη ‘82 (την οποία οργάνωσαν αναρχικοί, οι ίδιοι ήταν μειοψηφία εκεί μέσα) αυτός ο χαβάς; δεν μπορεί να συνεχιστεί. Στην πρώτη μάλιστα, το μόνο σύνθημα που δεν είχε το ρήμα «γαμάω» ήταν το «Χαίηγκ μας είπες ότι θα μας πάρεις πίπες». Στην δεύτερη, η αναρχική μειοψηφία βιαζόταν πώς και πώς να λήξει η πορεία για να μην εκτίθεται σε κοινή θέα εκείνος ο συρφετός χούλιγκαν και φρικιών που αυνανίζονταν στο όνομα της «αναρχίας». Κι ενώ πιο πολύ από ποτέ αυτός ο «χώρος» χρειαζόταν να οργανωθεί, εμφανίζονται διάφοροι καλοθελητές να κάνουν συναυλία ενάντια στην κρατική καταστολή όπου, εκτός από τα ευτράπελα που διηγηθήκαμε πιο πάνω, μίλησε ένας παπάς κι ένας καθηγητής. Η λογική που πέρασε μέσα από αυτή την εκδήλωση ήταν αυτή του συναγερμού του περιθωρίου. Μπροστά στις μάζες των χούλιγκαν, φρικιών, πανκ, ροκάδων, χαζοχαρούμενων κοριτσιών κ.λπ., οι αναρχικοί ήταν και πάλι ελάχιστοι. Οι επόμενες πορείες στις οποίες συμμετείχαν «αναρχικοί» (Κορυδαλλός, Πολυτεχνείο, για την ηρωίνη κ.α.) δεν είχαν να παρουσιάσουν παρά μερικές εκατοντάδες «οργισμένων» νεολαίων που γίνονταν απολογητές των ναρκωτικών («τα ναρκωτικά, δεν είναι έγκλημα») ή διαδήλωναν την σεξουαλική τους ανεπάρκεια μέσω λέξεων (σε συνθήματα) που υποδηλώνουν την σεξουαλική πράξη σ’ όλες της τις εκδοχές.
Μια άλλη παρουσία των αναρχικών στην πορεία της «Επιτροπής για το στρατό», αν και όχι τόσο αλγεινή, στερούνταν ενθουσιασμού ή και διάθεσης (αυτό είναι κατανοητό στο ποσοστό που το κύριο μέλος της διαδήλωσης εκφραζόταν από συνθήματα του τύπου «δωδεκάμηνη θητεία, συνδικαλισμός»).

ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ

Βλέποντας το ιστορικό του αναρχικού «χώρου» από την σκοπιά του συμμετέχοντος, διαπιστώνουμε ότι, πέρα από την έλλειψη εμπειριών και ιστορικής συνείδησης από τη μια και την κρατική καταστολή από την άλλη, πιο μεγάλη ανάγκη γι’ αυτό το χώρο ήταν αυτή της ενιαίας οργάνωσης (κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση είχαν γίνει μα χωρίς επιτυχία). Η έλλειψη αυτής της ενιαίας οργάνωσης είχε σαν αποτέλεσμα την απουσία συλλογικών αποφάσεων (που άλλωστε είναι και οι μόνες αποδεκτές αποφάσεις). Η μη οργάνωση του «χώρου» δημιουργούσε ένα κλίμα προσωπικών ιντριγκών που με την σειρά του στρεφόταν ενάντια στην προσπάθεια για οργάνωση. Μέσα σ’ αυτό το χώρο είδαμε αρκετές φορές να αναπτύσσεται μια μικρο-ιεραρχία και διάφοροι «ηγετίσκοι» που καθένας είχε το κοινό του κι όλοι μαζί διαφωνούσαν ή συμμαχούσαν συμβατικά όταν το κράτος επιτεθόταν σ’ όλους μας.
(Αυτά τα αυτονομοειδή σκουλήκια ήταν και από τους κύριους συντελεστές στη διαδικασία αποδόμησης του χώρου). Η ιεραρχία αυτή που κρύβεται πίσω απ’ το άλλοθι της μη οργάνωσης είναι και η χειρότερη. Όσο κακό έχουν κάνει αυτοί οι «αναρχικοί» «τσαμπουκαλήδες» δημαγωγοί, άλλο τόσο έχουν βλάψει και κείνοι οι «σύντροφοι» που δεν βλέπουν περά από το δάχτυλό τους όταν καταλαβαίνουν τη σύγκρουση με το κράτος και το κεφάλαιο σε μια σπασμένη βιτρίνα ή σ’ ένα εκρηχτικό μπουκαλάκι. Είναι καιρός ν’ απορριφθεί η λογική του περιθωρίου γιατί, σε τελευταία ανάλυση, αυτά που λέμε δεν είναι περιθωριακά αλλά κεντρικά, απευθύνονται σ’ ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας.
Πέρα από το ότι είναι φυσική επιθυμία κάθε ανατρεπτικού χώρου να οργανώνει την πρακτική του, πολύ περισσότερο σήμερα η ειδική αναρχική οργάνωση μας παρουσιάζεται σαν αναγκαιότητα. Είναι φανερό πως αν δεν πραγματωθεί σύντομα η δόμηση εκείνου του συλλογικού φορέα, που αφ’ ενός μεν θα διασφαλίζει την ιστορική συνεχεία των δραστηριοτήτων μας και αφ’ ετέρου λαμβάνοντας και υλοποιώντας αποφάσεις θα μας προσφέρει την δυνατότητα δημιουργίας γεγονότων κι επέμβασης στην κοινωνία, οι αναρχικοί, σε λίγο καιρό θα βρίσκονται μόνο στην φαντασία κάποιων πανούργων αρθρογράφων (7). Ήδη πολλοί πρώην σύντροφοι αφού, έχοντας ζήσει το κομφούζιο των τελευταίων χρόνων, απογοητεύτηκαν και ενασχολούνται τώρα είτε με ρεφορμιστικά σχήματα του τύπου «κίνημα» στρατού ή εργατική πληροφόρηση, είτε με την προώθηση των ιδιωτικών τους σχέσεων. Ένα τέτοιο οργανωτικό εγχείρημα είναι φανερό ότι όχι μόνο δεν αφορά αυτό που υπήρξε ο «χώρος» αλλά ακόμα δεν απευθύνεται σ’ εκείνους τους ανθρώπους που επιμένουν να υπολειτουργούν μέσα σ’ αυτό το θλιβερό συλλαλητήριο αλλοπρόσαλλων νεαρών. Σε καμία περίπτωση δεν αναφερόμαστε σε οργάνωση αυτού του «χώρου» απ’ όπου έχουν εκλείψει οι αναρχικοί, αλλά σε οργάνωση των αναρχικών που, αφού διαπίστωσαν μια τέτοια αναγκαιότητα, αποφάσισαν να μην γίνονται πλέον μειοψηφία στις διαδηλώσεις των φρικιών και των χούλιγκαν. Οι συνθήκες μέσα από τις οποίες γεννιέται αυτή η κίνηση είναι ευνοϊκές, όχι γιατί υπάρχει κάποιο κίνημα αλλά επειδή σήμερα πια έχουν καταρριφθεί όλες οι ψευδαισθήσεις και μέσα από τις ζυμώσεις των δύο τελευταίων χρόνων έχουν γίνει σαφείς οι επιλογές του καθένα μας. Τελειώνοντας, θα θέλαμε να διευκρινίσουμε ότι το οργανωτικό σχήμα για την ύπαρξη του οποίου δραστηριοποιούμαστε δεν θα έπρεπε να αναπαράγει αποτυχημένες δομές του παρελθόντος π.χ. ομοσπονδιοποιημένες ομάδες, δηλαδή ομοσπονδιοποιημένες αποσπασματικές δραστηριότητες, αλλά να επεμβαίνει κεντρικά και συνολικά στην κοινωνία μέσω τομέων κοινωνικής παρέμβασης.
Η ομάδα που υπογράφει αυτή τη μπροσούρα χωρίς να ισχυρίζεται ότι παρουσιάζει μια ολική ανάλυση και κριτική του αναρχικού χώρου στην Ελλάδα, θέλει να πιστεύει ότι συνεισφέρει στην προσπάθεια κατανόησής του καθώς και στην επανατοποθέτηση των στόχων του, όχι πλέον σαν χώρου αλλά σαν αναρχικού κινήματος. Έχοντας σαν βασική μας θέση το ότι δεν μπορείς να μιλήσεις για το σήμερα και το αύριο αν δεν ξεκαθαρίσεις τους λογαριασμούς σου με το χθες, θεωρούμε ότι οι απόψεις που έστω και σπερματικά διατυπώνονται σ’ αυτό το κείμενο είναι χρήσιμες στην διαδικασία της εκ νέου οργάνωσης της πρακτικής των αναρχικών στην Ελλάδα. Η επιτυχία αυτού του στόχου δεν εξαρτάται από την δράση κάποιων ομάδων αλλά από την συλλογική και ενιαία δραστηριότητα των ανθρώπων που έχοντας διαπιστώσει την αναγκαιότητα της συγκρότησης μιας Αναρχικής Συνομοσπονδίας κινούνται ήδη προς αυτή την κατεύθυνση. Σαν κομμάτι αυτής κίνησης υπογραφούμε αυτή την μπροσούρα.

ΚΙΝΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΑΝΑΡΧΙΚΗΣ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ
Αναρχική Ομάδα Πειραιά

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Η Ισπανική επανάσταση αποτελεί την τελευταία πράξη του αφανισμού του εργατικού κινήματος σ’ όλη την Ευρώπη. Η Ισπανία σαν καθυστερημένη ζώνη κεφαλαιοποίησης, ζούσε αυτά που η υπόλοιπη Ευρώπη είχε ζήσει τα τελευταία 20 χρόνια.
2. Η ιδεολογία των ναρκωτικών είναι η κατ’ εξοχήν μορφή ιδεολογίας καθώς το ναρκωτικό αποτελεί το κύριο συστατικό στοιχείο κάθε ιδεολογίας.
3. Έτσι όπως την. ορίζει «Ο Κόκορας που λαλεί στο σκοτάδι», τ. 2.
4. Δεν βάζουμε εισαγωγικά γιατί η λέξη στερείται νοήματος.
5. «Φράξια Κόκκινος Στρατός», Εμίλ Μαρενσέν, σ. 79, εκδόσεις Διεθνής Βι-βλιοθήκη.
6. Υπήρχαν βέβαια και οι φολκλορικοί ηλίθιοι που ήθελαν να επιζητήσουμε τη σύγκρουση με την αστυνομία. Είναι καιρός να απορριφθεί κριτικά αυτή η βολονταριστική λογική που ισοδυναμεί με αυτοπροβοκάρισμα (αν υποθέσουμε ότι αυτά τα άτομα αποτελούν μέρος του χώρου).
7. Αυτός ο ισχυρισμός δεν είναι υπερβολικός σήμερα που η ολική εγκαθίδρυση της δικτατορίας του κεφαλαίου επιτρέπει στο κράτος να αφανίζει κάθε αποσπασματική ανατρεπτική ενεργεία και από την άλλη ν’ αφομοιώνει και να χρησιμοποιεί για την ισχυροποίησή του κάθε προσπάθεια μερικής άρνησης».

πηγη: ngnm.vrahokipos.net/history/arthra/76-omospondia.html