Σάββατο 2 Μαΐου 2009

ΑΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΑΛΗΤΕΣ ΛΕΡΕΣ ΕΡΓΑΤΟΠΑΤΕΡΕΣ

Η 1η Μαΐου του 1886 στο Σικάγο δεν ήταν μια μέρα που τα αφεντικά μας χάρισαν το 8ωρο. Ήταν μια ημέρα που χιλιάδες απεργοί εργάτες συγκρούστηκαν με τις δυνάμεις καταστολής, αρνούμενοι να συνεχίσουν να χαρίζουν το χρόνο και τα σώματά τους στα αφεντικά. Οι απεργοί του σικάγο δεν είχαν σε καμία περίπτωση στο μυαλό τους να καθιερώσουν μία ακόμα μέρα μνήμης (ρίζα της λέξης μνημόσυνο), μία ακόμα 3ήμερη ευκαιρία για εκδρομή στην εξοχή.
Να όμως που οι κάθε λογής καπηλευτές των αγώνων κατάφεραν επιμελώς να απονοηματοδοτήσουν μια ιστορική στιγμή ανατρεπτικής δυναμικής. Κατέστησαν την 1η Μαΐου μια πλήρως θεσμοποιημένη ημέρα μνήμης και συντεχνιακών εξαγγελιών, εμπλουτισμένων με εντυπωσιακές απειλές προς τους εργοδότες και φρούδες ελπίδες για τους εργαζόμενους. Βασικό τους όπλο για τη συνέχιση της αναπαραγωγής και της κοινωνικής νομιμοποίησης του ρόλου τους ως «ειδικών του αγώνα», που στην ουσία όμως εναντιώνεται σε κάθε προσπάθεια οργάνωσης από τα κάτω, σε κάθε απόπειρα δυναμικής διεκδίκησης. Φυσικά δεν παριστάνουμε πως ανακαλύψαμε σήμερα την αμερική. Παρʼ όλα αυτά κάποια πράγματα πρέπει να γίνονται ξεκάθαρα ξανά και ξανά, ειδικά όταν η πρόσφατη ιστορία των αγώνων και του ρόλου του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού μέσα σε αυτούς έχει πολλά να πει ...
Κάτι περισσότερο από ένα χρόνο πριν, τα συνδικάτα φρόντισαν να επιδείξουν περίτρανα το πόσο καλοί «πυροσβέστες» είναι. Και δεν αναφερόμαστε στις πυρκαγιές του καλοκαιριού του 2007, αλλά στις κινητοποιήσεις για το ζήτημα του ασφαλιστικού. Κατάφεραν να απορροφήσουν τους κοινωνικούς κραδασμούς που ένα τέτοιο ζήτημα θα μπορούσε να προκαλέσει, διαμορφώνοντας εξ αρχής κλίμα ήττας (καλώντας ελάχιστες απεργίες και διοργανώνοντας πορείες-κηδείες), τη στιγμή που σωματεία (όπως π.χ. των ποε-οτα) και ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια είχαν δείξει δυναμική διάθεση. Όμως δεν αρκούνται καν στο ρόλο του πυροσβέστη-αμορτισέρ. Σαμποτάρουν αγώνες που ξεκινούν από τα κάτω – ευτυχώς πολλές φορές χωρίς να τα καταφέρνουν- με την ηχηρή απουσία τους από αυτούς, σε μια προσπάθεια απονομιμοποίησης των υποκειμένων που αγωνίζονται.
Αυτό ακριβώς συνέβη μετά τη δολοφονική απόπειρα εναντίον της Κ.Κούνεβα και τον μεγάλο αγώνα που ξεκίνησε από συλλογικότητες και πρωτοβάθμια σωματεία. Οι γραφειοκράτες συνδικαλιστές έχουν αναλάβει εδώ και χρόνια το ρόλο του εργολάβου «εργατικών» και μόνο ζητημάτων, χάνοντας από τον ορίζοντά τους το συνολικό επαναστατικό πρόταγμα, στοιχείο που είχαν όμως τα συνδικάτα στην αρχή της δημιουργίας τους ως δομές αγώνα. Δεν είναι απλώς ότι αδιαφορούν να συνδεθούν με άλλα κοινωνικά κομμάτια που αγωνίζονται, αλλά εχθρεύονται κάθε κίνηση που δεν έχει αμιγώς εργατίστικα χαρακτηριστικά, που δεν ελέγχεται από τα όργανά τους, κάθε προσπάθεια που δεν χωράει διαμεσολάβηση. Αποτέλεσμα; Ο λόγος και η προπαγάνδα τους για κάθε αδιαμεσολάβητο αγώνα να συμπίπτει με αυτήν των αφεντικών και του κράτους.
Αναμενόμενη (αυτό βέβαια δεν την κάνει και λιγότερο εχθρική) ήταν η στάση τους κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του δεκέμβρη. Όχι μόνο δεν προσπάθησαν να στηρίξουν τον κόσμο που κατέβηκε στους δρόμους, αλλά έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους στην κατεύθυνση της εθνικής συμφιλίωσης για την οποία παρακαλούσαν τα αφεντικά, προσπαθώντας να ακυρώσουν (την ήδη καλεσμένη) απεργία και πορεία στις 10 δεκέμβρη ασπαζόμενοι τη ρητορική του κράτους περί βανδάλων, κουκουλοφόρων και άλλων δαιμονίων. Το μόνο που είχαν να πούνε για την κατάληψη των κεντρικών γραφείων της γσεε από πρωτοβάθμια σωματεία εργαζομένων εκείνη την περίοδο, ήταν πως οι εργάτες δεν έχουν δουλειά στην κατάληψη, και πρέπει να βρίσκονται στους χώρους εργασίας τους. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε να παραδεχτούν πως φυσικά και αποτελούν στόχο των σωματείων βάσης.
Το μόνο που τους απομένει για να δικαιολογούν την ύπαρξή τους είναι τα γεύματα με τον σεβ και τους υπουργούς για την υπογραφή των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (1 ευρώ

αύξηση το μήνα). Και μάλιστα τελευταία με περιορισμένη ισχύ. Ας θυμηθούμε όλοι την πρόσφατη άρνηση εταιρειών να εφαρμόσουν τη συλλογική σύμβαση, μη αποδεχόμενες τις ήδη μικρές αυξήσεις που αυτή προέβλεπε.
Ουσιαστικά γραφειοκρατικός συνδικαλισμός και αφεντικά είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος που λέγεται εργασιακή εκμετάλλευση (αυτό είναι βέβαια ένα από τα νομίσματα που σε αντίθεση με το ευρώ μπορούν να έχουν πάνω από δύο όψεις). Ρόλος τους είναι να προωθούν τα συμφέροντα των αφεντικών, ώστε να μπορούν και οι ίδιοι να υπάρχουν. Τελευταίο και πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα ήταν και αυτό που συνέβη στη Νάουσα, όταν σε εργοστάσιο κονσερβοποιίας κλείσανε τις ανασφάλιστες εργάτριες στα ψυγεία κατά τη διάρκεια ελέγχου του ικα. Η απάντηση του προέδρου του εργατικού κέντρου της περιοχής άφησε άφωνους ακόμα και τους εργοδότες. Αυτό έγινε με καλή πρόθεση ώστε να μη χάσουν οι καημένες οι εργάτριες τη δουλειά τους!
Ούτε όμως και η κρίσιμη σημερινή πραγματικότητα (αυτό που ονομάζεται κρίση) δεν φαίνεται να συνταράζει καθόλου τα λιμνάζοντα νερά της σκέψης τους. Το αίτημα για επιστροφή στο κοινωνικό κράτος και το τέλος της «παράλογης» νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής ανάπτυξης, δεν είναι παρά αίτημα για επιστροφή στην «ευπρεπισμένη» εκμετάλλευση της εργασίας, στην «σενιαρισμένη» καπιταλιστική βαρβαρότητα. Βλέπουν στο κράτος το σωτήρα τους, οραματιζόμενοι καινούρια New Deals. Εκτός όμως ότι δεν μας λένε πώς θα συμβεί αυτό (όπως μετά το ʼ29 με κάτι μικρούς πολέμους και μερικά εκατομμυριάκια νεκρών στο βωμό των συμφερόντων των αφεντικών;), φαίνεται να κάνουν πως δεν έχουν αντιληφθεί ούτε στο ελάχιστο την πραγματικότητα.
Ο καπιταλισμός έχει εδώ και δεκαετίες επεκτείνει τους μηχανισμούς αναπαραγωγής και κερδοφορίας του σε όλο το φάσμα της ζωής. Όλες οι κοινωνικές ανάγκες και σχέσεις έχουν υπαχθεί στη μηχανή που παράγει ιδεολογία και υπεραξία. Μετακίνηση, κατοικία, υγεία, εκπαίδευση, διασκέδαση. Το «κοινωνικό εργοστάσιο» είναι γεγονός εδώ και πολλά χρόνια. Με ποιον τρόπο θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η επιστροφή σε ένα προηγούμενο μοντέλο; Όπως και να έχει τα συνδικάτα φαίνονται αποφασισμένα παρά την κρισιμότητα των εποχών που ζούμε να μην μπουν σε μια ριζική αμφισβήτηση της βίαιης σχέσης του κεφαλαίου. Η ενσωμάτωσή τους στο σύστημα δεν έχει επιστροφή. «Τι να κάνουμε, αφού υπάρχει εκμετάλλευση (εμείς βέβαια καταφέραμε να καβατζωθούμε) ας είναι όσο καλύτερα μακιγιαρισμένη γίνεται». Ούτε λόγος φυσικά για επίθεση στις σχέσεις εκμετάλλευσης, ούτε σκέψη για αγώνα προς τη συνολική κοινωνική απελευθέρωση.
Το βασίλειο των εργατοπατέρων καλά θα κρατεί, όσο οι εργαζόμενοι συνεχίζουν να αφήνουν τις τύχες τους στα χέρια αυτών των «ειδικών», όσο οι ίδιοι δεν αποφασίζουν με ένα συνολικό σκεπτικό για τη ζωή, να οργανώνουν αγώνες από τα κάτω, αδιαμεσολάβητους, μέσα από δομές με οριζόντια οργάνωση και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες.
Ο αγώνας για τα κεκτημένα δεν σταματάει με την πραγμάτωσή τους, αλλά είναι αγώνας σε έναν διαρκή πόλεμο. Δεν επιζητάμε την κοινωνική ειρήνη. Και τι είδους ειρήνη είναι βέβαια αυτή με πάνω από 30 νεκρούς εργάτες κάθε μήνα; Δεν ζητάμε μία σταθερή δουλειά. Δεν θέλουμε απλά καλές συνθήκες εργασίας. Δεν θέλουμε απλά έναν μεγαλύτερο μισθό και ένα καλύτερο ασφαλιστικό σύστημα. Θέλουμε να πάρουμε πίσω τα σώματά μας και το χρόνο που μας έχουν κλέψει. Θέλουμε να πάρουμε πίσω τις ζωές μας. Τα θέλουμε όλα...


ΤΑ ΘΕΛΟΥΜΕ ΟΛΑ


Αναρχικοί/ές υπέρ της κρίσης