Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010

ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΝ ΑΝΙΣΤΟΡΗΤΟΝ ΚΑΙ Η ΕΧΘΡΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ


Το κείμενο που ακολουθεί προσπαθεί να τοποθετηθεί σε ζητήματα που, έτσι κι αλλιώς, έχουν αναφερθεί από πολλούς πολέμιους της ελευθερίας και της αναρχίας.
Αν ασχολούμαστε, όσο πιο συνοπτικά μας επιτρέπει ο διαθέσιμος χώρος μιας εφημερίδας, είναι γιατί οι απαξιωτικές, προς την κοινωνία και την κοινωνική δράση, απόψεις κυκλοφορούν μέσα σε ομαδοποιήσεις και παρέες που έχουν αναδειχθεί μέσα από την ζωντάνια των συγκρούσεων ενάντια στο κράτος και τις επιλογές του.
Οι απόψεις αυτές, ντυμένες με έναν «επαναστατικό τσαμπουκά», στην πραγματικότητα διαπνέονται από έναν ακραίο αριστερό εξουσιαστικό λόγο. «Τίποτα το σημαντικό ως εδώ», θα μπορούσε να ειπωθεί και θα συμφωνήσουμε.
Όμως, αυτές οι «επαναστατικές» θέσεις, που κατά καιρούς συκοφαντούν και διαστρεβλώνουν τις αναρχικές απόψεις και πρακτικές, χρησιμοποιούνται με σκοπό να αντληθεί «έμψυχο υλικό» κατ’ εξοχήν από νέους συντρόφους. Από τη στιγμή, λοιπόν, που οι προσπάθειες απαξίωσης της αναρχίας, της ανθρωπινότητας και του αγώνα για την κοινωνική και ατομική απελευθέρωση επιχειρούνται να προβληθούν σαν «νέες ιδέες», θεωρούμε πως η σιωπή θα αποτελέσει ΣΥΝΕΝΟΧΗ και πως μια επανατοποθέτηση, έστω και με συνοπτικό λόγο, δεν θα έβλαπτε.
***
Αν έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία το «κοινωνικόν ζήτημα» είναι γιατί με άξονα αυτό καθορίζεται μια ολόκληρη πραγματικότητα. Με διάφορες πλευρές αυτού του ζητήματος έχουν ασχοληθεί κατά καιρούς οι εξουσιαστές. Αυτή η ενασχόληση γινόταν και γίνεται προκειμένου, για πολλούς και διάφορους λόγους και σκοπιμότητες να διαστρεβλωθεί η πραγματικότητα και να χρησιμοποιηθούν τα «πορίσματα» ως μοχλός για την κατασκευή ιδεολογικών υπόβαθρων, που θα υπονομεύουν τις προοπτικές της ατομικής και κοινωνικής απελευθέρωσης.
Αλλά το ζήτημα δεν σταματά σ’ αυτήν την περίπτωση. Δεν είναι λίγες οι φορές που χρησιμοποιούνται απαξιωτικοί όροι σε σχέση με αυτή την πολυσύνθετη πραγματικότητα που ονομάζεται κοινωνία. Πρόκειται για μια συμπεριφορά όπου ο εγωισμός επιχειρείται να αναδειχθεί σαν η υπέρτατη αλήθεια, την οποία θα πρέπει να αποδεχθεί ο κόσμος και ιδιαίτερα οι νεολαίοι.
Το θέμα, όμως, δεν είναι στο αν υπερασπίζεται ή απαξιώνει κάποιος αυτό που ονομάζεται και υπάρχει ως κοινωνία, αλλά στο κατά πόσον υπάρχει θέληση ή προσπάθεια ώστε να γίνει κατανοητή η πραγματικότητα, που ζούμε τώρα.
Ας εξετάσουμε, λοιπόν, το ζήτημα της κοινωνίας.
Η απαξιωτική «θέση», που αναφέρθηκε πιο πάνω, είναι αποτέλεσμα μιας επιφανειακής ματιάς στο σήμερα, που όμως δεν μπορεί ή δεν θέλει να διακρίνει μια ολόκληρη πορεία της ανθρωπότητας. Κι εδώ οφείλουμε να πούμε πως οι αναρχικές απόψεις δεν εκλαμβάνουν την κοινωνία σαν ένα ενιαίο και αδιαχώριστο σύνολο με κοινούς σκοπούς. Από την πλευρά μας, έχουμε ήδη αναφερθεί (βλ. Αναρχική Θεώρηση τεύχος 7) πως μέσα στον κοινωνικό χώρο αναπτύσσεται ο κοινωνικός ανταγωνισμός.
Είναι, επίσης, αποδεδειγμένο, μέσα από την πορεία των κυριαρχούμενων κοινωνιών, πως όσο θα υπάρχουν εξουσιαστές θα υπάρχουν κι εξουσιαζόμενοι. Όσο θα υπάρχουν κάποια κομμάτια που θα ταυτίζονται και θα αφομοιώνονται μέσα στο εξουσιαστικό τέλμα και τις ιδεολογικές προλήψεις του κρατισμού, άλλο τόσο θα υπάρχουν εξεγερμένα κομμάτια που συγκρούονται, οργανώνονται κι επιτίθενται με πολλούς τρόπους ενάντια σ’ όσους διατηρούν και στηρίζουν τις καταπιεστικές κι εκμεταλλευτικές συνθήκες.
Στη διάρκεια αυτής της διεργασίας υπάρχουν άτομα και ομάδες ανθρώπων που συντίθενται σε μια μόνιμη αντιπαράθεση με τις εξουσιαστικές κι εκμεταλλευτικές δομές. Εφ’ όσον αυτό που τους αντιπαραθέτει ενάντια στο κράτος είναι η ολοκληρωτική εναντίωση σ’ ό,τι αυτό στηρίζει και προωθεί —την καταπίεση, αλλοτρίωση κι εκμετάλλευση των ανθρώπων—, τότε μπορούμε να μιλάμε για συγκροτήσεις ομάδων που θέλουν να ανατρέψουν την υπάρχουσα κατάσταση.
Οι αναρχικές συγκροτήσεις από την θέση τους αποσκοπούν στην συνολική εξάλειψη των δεινών που προέκυψαν στην πορεία του ανθρώπινου γένους, κάτω από συνθήκες ωμής και απροκάλυπτης επιβολής. Δεν τηρούν μια αρνητική στάση προς αυτό του οποίου αποτελούν συστατικό στοιχείο, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν διακατέχονται από ηττοπαθείς (η κοινωνία παραδομένη στην υποταγή) και έξαλλες θέσεις.
Ας σημειωθεί πως ηττοπάθεια, ως επί το πλείστον χαρακτηρίζει τους υπερώριμους παλιούς αγωνιστές της αριστεράς, οι οποίοι παρά την μεγάλη ιδέα που είχαν για τον εαυτό τους δεν κατάφεραν να δουν τις προσδοκίες τους για εξουσία να πραγματοποιούνται. Και που, βέβαια, ΤΙΠΟΤΑ δεν τους δίνει ελπίδες ΠΙΑ για τα εξουσιαστικά τους όνειρα. Η εξαλλοσύνη, πάλι, οφείλεται συνήθως στον μικροαστικό πανικό που διακατέχει (κι όχι μόνον αυτούς), πως θα χάσουν το… πολύτιμο, πλην όμως αρρωστημένο τους «εγώ».
Άλλωστε, τέτοιες θέσεις δεν έχουν πιθανότητες να αποκτήσουν κάποιο αντίκτυπο προς τους υπόλοιπους ανθρώπους, αλλά ούτε και προς τον περίγυρο αυτών που τις προπαγανδίζουν, αφού η προβολή ενός εξωπραγματικού και αντιανθρώπινου image ελάχιστα γίνεται αποδεκτή.
Θα πρέπει, επίσης, να διευκρινίσουμε πως ομάδες και άτομα που έχουν συντεθεί σε μια μόνιμη αντιπαράθεση με την εξουσιαστική πραγματικότητα και στέκονται μέσα από τις (πραγματικές) συνθήκες συγκρουσιακά κι εξεγερτικά απέναντι στο κράτος δεν αναβαθμίζονται. Αυτή τους η στάση δεν τους μετατρέπει, δηλαδή, σε κάτι το «ανώτερο» από τους υπόλοιπους ανθρώπους και ομάδες.
Αυτή η διαφορετικότητα, όταν παίρνει τις διαστάσεις της μοναδικότητας, είναι που εκβράζει μια άμετρη εξουσιαστική συμπεριφορά, που δεν διαφέρει και πολύ από την στάση του δουλοκτήτη λευκού. Ενός ατόμου που θεωρούσε τους μαύρους δούλους που του έρχονταν κατά καραβιές από την Αφρική ως υποδεέστερα όντα, που υποτίθεται πως προσαρμόστηκαν στις συνθήκες δουλείας χωρίς πολλές αντιδράσεις. Ήταν πολύ εύκολο για τον εξουσιαστικό αυτό συρφετό να δικαιολογήσει τις όποιες θεωρίες του, ξεκινώντας από το σημείο της εξαθλίωσης που είχαν οδηγήσει αυτούς τους ανθρώπους. Η «ανωτερότητα» αυτή της λευκής φυλής, βέβαια, φάνηκε να είναι μια αυταπάτη όταν άρχισαν οι εξεγέρσεις των σκλάβων.
Μιλήσαμε προηγουμένως για έναν κοινωνικό ανταγωνισμό. Θα επαναλάβουμε περιληπτικά αυτό που έτσι κι αλλοιώς είναι γνωστό και με μια εμπειρική ακόμα ματιά όσων ζουν μέσα στον κοινωνικό χώρο και δεν διέπονται από τη βολική «οπτική» της στατικότητας.
Η κοινωνία δεν είναι κάτι το σταθερό. Βρίσκεται μέσα σε μια διαρκή κίνηση. Διάφορα κομμάτια ανταγωνίζονται μεταξύ τους σε διάφορα επίπεδα. Κι αυτό που έχουμε προσδιορίσει είναι η γενικότερη κατάσταση ανταγωνισμού και η ειδικότερη.
Για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα, ο ανταγωνισμός, για παράδειγμα, δυο καπιταλιστών για να πουλήσουν κάποια προϊόντα ανήκει στην γενικότερη κατάσταση που αναφέραμε. Ο ανταγωνισμός τού εργάτη με το αφεντικό του στην ειδικότερη. Πρόκειται γι’ αυτό που με άλλους όρους είχαμε προσδιορίσει ως κοινωνικός ανταγωνισμός με την ευρεία και με την στενή έννοια.
Αυτή, λοιπόν, η προσπάθεια διερεύνησης και κατανόησης της πραγματικότητας είναι δυναμική. Προσπαθεί και κατορθώνει να κατανοήσει την πραγματικότητα μέσα από την κίνηση που υπάρχει σήμερα, συμμετέχοντας λειτουργικά και με συγκρουσιακό τρόπο. Αποτελεί δηλαδή συστατικό στοιχείο του κοινωνικού ανταγωνισμού με την στενή έννοια.
Αυτή η δυναμική κατανόηση, μέσα από τη δράση, δεν λειτουργεί μόνο προς το παρόν, αλλά πολύ περισσότερο προς το παρελθόν, κατανοώντας τους όρους μέσα από τους οποίους προήλθε αυτός ο ανταγωνισμός.
Ας σταθούμε, τώρα, σε άλλα στοιχεία «ανάλυσης» της πραγματικότητας υπό τύπον ζητημάτων.
Ζήτημα πρώτον: Στατικότητα. Αποδοχή της κατάστασης που παρουσιάζεται μπρος στα μάτια μας.
Ζήτημα δεύτερον: Γενίκευση ενός γεγονότος.
Ακολουθεί ερμηνεία με βάση αυτό το γεγονός. Αυθαίρετη τοποθέτηση σε σχέση με θεμελιακά ζητήματα της πορείας του ανθρώπινου γένους.
Μετά από αυτό, είναι επόμενο να παρουσιαστούν σαν συμπεράσματα αυτά που έχουν μαγειρευτεί και να σερβιριστούν σαν κάτι το χορταστικό και πρωτότυπο.
Για να γίνει πιο κατανοητό το θέμα μας θα προχωρήσουμε σε μια υπόθεση.
Ας υποθέσουμε πως έχουμε μπροστά μας ένα τσίρκο. Το αποδεχόμαστε σαν μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα χωρίς όμως να το εξετάσουμε σαν σύνολο με τις πτυχές και τις αντιφάσεις του, με τις δυνάμεις που το διατηρούν σαν τέτοιο και με εκείνες που θέλουν να το διαλύσουν, τις προθέσεις αυτών που θέλουν να το μετασχηματίσουν κι αυτών που με την διάλυσή του θέλουν να φτιαχτεί κάτι αλλιώτικο. Φυσικά ούτε λόγος να νοιαστούμε για το πώς προέκυψε αυτό το τσίρκο. Μας αρκεί σαν τέτοιο. Μας βολεύει να το δούμε έτσι. Κι αν κάποιος θελήσει να μας ζητήσει εξηγήσεις για τη στάση μας, μπορούμε κάλλιστα να μιλήσουμε με βάση αυτό που φαίνεται και να πούμε πως το τσίρκο δημιουργήθηκε με τη θέληση λιονταριών, τίγρεων, θηριοδαμαστών, κλόουν, ακροβατών κ.ο.κ.
Ας πάμε παρακάτω.
Το κράτος και οι εξουσιαστές, αιώνες τώρα προσπαθούν να πείσουν τον κόσμο πως αποτελούν «σάρκα από τη σάρκα του», πως κάποια στιγμή, όπως στο μύθο του πύργου της Βαβέλ, σαν από θαύμα ή θεϊκή τιμωρία οι άνθρωποι χωρίστηκαν σε εξουσιαστές κι εξουσιαζόμενους. Σε κάποια κορόιδα, δηλαδή, που είπαν στους άλλους «ελάτε να μας εξουσιάσετε» και στους έξυπνους που άρπαξαν την ευκαιρία. Από τότε οι «από κάτω» την έχουν «καταβρεί» (κατά το κοινώς λεγόμενο) με αυτό που έγινε κι έτσι δεν ενδιαφέρονται παρά για το πώς θα ζήσουν καλύτερα τη σκλαβιά τους.
Αυτό λοιπόν το ωραίο παραμυθάκι χρησιμοποιείται από τους κάθε είδους κρατιστές (με ελαφρώς παραλλαγμένες τις διατυπώσεις) για να επιβεβαιώσουν την άθλια ύπαρξη και τον εγκληματικό ρόλο τους.
«Η ανθρωπότητα προοδεύει με την εξουσία», κραυγάζουν οι κρατιστές, «υποταχτείτε σε μας και τις θελήσεις μας, αφού η κοινωνία μας δημιούργησε». Απ’ ότι φαίνεται η κοινωνία υπήρχε ανέκαθεν, όπως κι ο Θεός. Και κάποια στιγμή αποφάσισε: «Ας φτιάξω το κράτος». Και εγένετο κράτος!!! Κι αφού και τα ζώα έχουν την εξουσία μέσα τους, ας περιμένουμε να φτιαχτούν σε λίγο και τα κράτη των χοίρων, των κατσαρίδων, των αλεπούδων, των ορνίθων, των τσακαλιών και των λύκων.
Ας έρθουμε τώρα σε μία από τις πτυχές διαφόρων «επαναστατικών» απόψεων.
«Ο άνθρωπος έχει την εξουσία μέσα του», επαναλαμβάνουν νεόκοποι επαναστάτες, στα χνάρια των παλιών εξουσιαστικών θεωριών, ξεπερνώντας σε ζήλο κάποιους από τους μηδενιστές του 19ου αιώνα.
Κι αν ο Μάρξ με τον Ένγκελς έβαζαν σαν προϋπόθεση για την κοινωνική απελευθέρωση την κατασκευή μιας πρωτοπορίας που θα «απελευθέρωνε» την εργατική τάξη, στην περίπτωση αυτή το ενδιαφέρον των σκιαμαχούντων επαναστατών περιορίζεται στο τίποτα.
Το τίποτα, που εκφράζεται με αοριστολογίες του είδους «συνειδητή απόφαση να ορίσουμε εμείς τις συνθήκες που ζούμε» (Που; Μέσα στο πνιγηρό εξουσιαστικό περιβάλλον των προσκυνημένων;) και «η ελευθερία όπως προπαγανδίζεται στην επαναστατική διαλεκτική(sic!), είναι μια νέα συνειδητή μορφή ζωής» (όπως λέμε Επαναστατάνθρωπος κατά τον νιτσεϊκό Υπεράνθρωπο).
Ακόμα και ο όρος επανάσταση σε τέτοιες περιπτώσεις μοιάζει τελείως άσχετος, αφού η επανάσταση στην πιο γνωστή της εκδοχή είναι η ανατροπή ενός πολιτικού συστήματος και η αντικατάσταση του με κάποιο άλλο. Εδώ, ούτε αυτό υπάρχει πουθενά διατυπωμένο. Εκτός και αν αποτελεί ένα από τα μεγάλα μυστικά που θα αποκαλυφτεί κάποτε στους «εκλεκτούς»…
Η δε κορύφωση της παραδοξολογίας έρχεται με την θέση πως «η ελευθερία είναι θέμα αντίληψης κι επιλογής κι όχι ενστίκτου και φυσικής επιλογής». Οι άνθρωποι λοιπόν, από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής τους στη γη, αντιλήφθηκαν τα όσα συνέβαιναν γύρω τους και έκαναν την επιλογή τους ανάμεσα στη σκλαβιά και την ελευθερία. Ο Κρο Μανιόν και ο Νεάτερνταλ, όντες βαθιά συνειδητοποιημένοι, μας άφησαν και γραπτές διαθήκες μέσα στα σπήλαια, όπου ζούσαν, για να μην έχουμε καμιά αμφιβολία σε ό,τι αφορά τις προθέσεις και τις διαφορετικές επιλογές τους.
Ας σοβαρευτούμε, όμως.
Αυτοί που έχουν ορίσει τον εαυτό τους έξω από το τσίρκο του παραδείγματός μας, θα πρέπει να βρουν έναν τόπο για να πραγματώσουν την επαναστατικότητα τους. Έφ’ όσον υπάρχει η συγκεκριμένη κοινωνία, που απεύχονται και μισούν θα ζήσουν μέσα σ’ αυτήν ή θα στήσουν τα αντίσκηνά τους έξω από την αυτήν;
Κάνετε λάθος αν πιστεύετε πως θα βρεθούν έξω απ’ αυτήν. Ο εγωισμός δεν τους επιτρέπει να εκτεθούν. Θα ζήσουν στην καβάτζα, που θα αναζητήσουν από τους «προσκυνημένους» και μη. Τότε έρχεται η ανακάλυψη των κοινωνικών και πολιτικών ασπίδων προστασίας, ενώ το «ΕΓΩ» —και οι απαντήσεις του— παραμένει «η πεμπτουσία της επαναστατικής σκέψης και πρακτικής».
Ποια είναι τα ξεκάθαρα συμπεράσματα που προκύπτουν από την ανάδειξη του «ΕΓΩ» σε υπέρτατο επαναστατικό είδος;
Πρώτα και κύρια αυτό το σπάνιο είδος. Αυτό, που όπως ομολογούν οι εμπνευστές του θα πρέπει να αντληθεί και να μετουσιωθεί, κατά πως αυτοί ορίζουν, από ένα ζωντανό κομμάτι της κοινωνίας, τους νέους που θέλουν να αγωνιστούν. Θα πρέπει μάλιστα αυτός ο επαναστατισμός, που θα τους διοχετευτεί σαν λύση, μέσο και σκοπός, να τους δίνει και κάποιες δυνατότητες ότι θα έχουν κάποια προφύλαξη. Ειδ’ άλλως, η άγρα επαναστατών θα περιοριστεί σε ορισμένους απελπισμένους, εάν και εφ’ όσον υπάρξουν τέτοιοι.
Είπαμε, οι «επαναστάτες» σ’ αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να μοιάζουν με τον περιούσιο λαό της παλαιάς διαθήκης, που χρειάζεται να περιβληθεί και από ορισμένα προνόμια. Αυτά τα προνόμια πρέπει να εμπεριέχουν τις λογικές της «διπλής στρατηγικής», δηλαδή, τις υποτιθέμενες, ή ενδεχομένως και υπαρκτές, καβάτζες.
Εκεί λοιπόν που, η κοινωνία είναι ένα τίποτα, ξαφνικά γίνεται χρήσιμη για τον περιούσιο λαό των «επαναστατών», οι οποίοι θα χρησιμοποιήσουν «τις κοινωνικές ασπίδες προστασίας» (τα κοινώς θεωρούμενα κορόιδα).
Εννοείται πως η απαξίωση της κοινωνίας σαν σύνολο έρχεται πλέον να ολοκληρωθεί με την εξουσιαστική χρησιμοποίησή της. Και μάλιστα όχι του κομματιού των εξουσιαστών αλλά των εξουσιαζόμενων.
Με τους εξουσιαστές όμως τι γίνεται;
Κι εδώ έχουν την απάντηση έτοιμη οι «επαναστάτες», την ονομάζουν «πολιτικές ασπίδες προστασίας». Κι αυτό σημαίνει πολιτικούς μηχανισμούς, κόμματα κλπ. Όπως φαίνεται μάλιστα οι επαναστάτες είναι πολύ πιο επιδέξιοι, αφού θα χρησιμοποιήσουν τους πολύπειρους εξουσιαστές και δεν θα… χρησιμοποιηθούν απ’ αυτούς!!!
Τέλος πάντων. Δικό τους το μαχαίρι, δικό τους και το καρπούζι, αφού μια τέτοια συνθήκη είναι ξένη προς την αναρχία και την απελευθερωτική προοπτική.
Μόνο που η «επαναστατική» πρακτική σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν κατοχυρώνεται από αυθύπαρκτη επαναστατική θεωρία και πρακτική. Αντίθετα, έχουμε μια κατάσταση όπου, με ξένα κόλλυβα, επιχειρείται να γίνει «μνημόσυνο» αλλά και με πλήρη ασυναρτησία λόγου και επιχειρημάτων «τα πρωτοπόρα τμήματα που περνούν πρώτα στην επίθεση» χρησιμοποιούν δανεικές ασπίδες.
O Tempora, O mores!!!

Συσπείρωση Αναρχικών
Δημοσιεύθηκε στο φύλλο 66, Νοέμβριος 2007, της ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
http://anarchypress.wordpress.com/2010/01/22